Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Η ΑΡΝΗΣΗ Μακρόν να δώσει το «πράσινο φως» για την έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών με τη Βόρεια Μακεδονία (και την Αλβανία) δεν εξέπληξε κανέναν, εκτός από τον ίδιο τον Κοτζιά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκδοχές είναι δύο: Είτε ήξεραν αλλά προχώρησαν στη σύνδεση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας με την εφαρμογή της συμφωνίας, που σημαίνει ότι συνειδητά πυροβόλησαν τα πόδια τους, είτε δεν είχαν ακούσει τίποτα για τον αναθεωρητισμό σε σχέση με τη διεύρυνση, που σημαίνει ότι είναι κακοί διπλωμάτες. Παραδόξως ο ίδιος ο Κοτζιάς επιμένει πως υπάρχει και μία τρίτη εκδοχή που δεν την έχει καταλάβει ακόμα κανείς μας.
ΣΥΜΦΩΝΑ με τον πρώην υπ. Εξωτερικών, αν κάποιος διαβάσει τα άρθρα 1.7, 1.8, 1.9, 1.10α, 1.11, θα δει πως προβλέπεται άμεσα αλλαγή ονόματος σε όλα τα έγγραφα ανεξάρτητα από την πορεία της ένταξης, με μόνη εξαίρεση τα παλιά έγγραφα μεταξύ υπουργείων. Ομως, όσο προσεκτικά και αν διαβάσαμε τα επίμαχα άρθρα, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει πουθενά. Για την ακρίβεια, το 1.10 προβλέπει ότι υπάρχουν δύο μεταβατικές περίοδοι, μία τεχνική και μία πολιτική.
ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ μεταβατική περίοδο, που αφορά στα έγγραφα για το εσωτερικό της χώρας, σημειώνεται επί λέξει ότι η έκδοση των εγγράφων αυτών «θα ξεκινά στο άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της Ε.Ε. στο συναφές πεδίο και θα ολοκληρωθεί εντός πέντε ετών από τότε». Αρα, erga omnes μέχρι να ολοκληρωθεί η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. δεν θα υπάρχει.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΑΝ, ΒΕΒΑΙΑ, η Ν.Δ. και ο Βενιζέλος λένε ψέματα -όπως ισχυρίζεται ο Κοτζιάς-, ο Ζάεφ ή ο Ντιμιτρόφ τι λόγο έχουν να υποστηρίζουν τα ίδια; Εκτός και αν ούτε εκείνοι κατάλαβαν τι υπέγραψαν, οπότε σε αυτήν την περίπτωση ο Σερλοκ Χολμς σηκώνει ψηλά τα χέρια και αναλαμβάνει ο Φρόιντ.
ΕΝΤΑΞΕΙ, όλα θα ήταν απλούστερα αν γείτονάς μας ήταν η Ισλανδία. Η χώρα του παγωμένου Βορρά υπέβαλε αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2009, αλλά το μετάνιωσε το 2013. Είναι ίσως η μοναδική χώρα που έριξε… χυλόπιτα στις Βρυξέλλες, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, την Ελβετία, που δεν νοιάζεται, ή τη Νορβηγία, που παρακολουθεί την ευρωπαϊκή σκηνή εκ του ασφαλούς και εκ του μακρόθεν. Ομως, γείτονάς μας είναι η Βόρεια Μακεδονία, που καίγεται να μπει στην ευρωπαϊκή οικογένεια για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της και καλά κάνει. Εμείς, πάλι, δεν κάναμε καλά που συνδέσαμε την απροκάλυπτη ανάγκη του Ζάεφ με το απροκάλυπτο συμφέρον των ΗΠΑ να βάλουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και την ακόμα πιο απροκάλυπτη ευρωπαϊκή πίεση να τα βρουν, επιτέλους, οι Βαλκάνιοι μεταξύ τους.
ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ δίκαιοι, πάντως, ο Κοτζιάς ήταν ο αρχιτέκτονας της συμφωνίας, όμως είχε πίσω του και έναν πολιτικό μηχανικό (λέμε τώρα), τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να δυναμιτίζει τα θεμέλια. Τι να πρωτοθυμηθούμε από το κλίμα εκείνης της εποχής… Οτι ο Πάνος Καμμένος είχε παρουσιάσει στις ΗΠΑ ένα plan Β εξωτερικής πολιτικής, το οποίο αγνοούσε ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας; Οτι, όταν τον κατηγόρησε στο Υπουργικό Συμβούλιο για αδιαφανή χειρισμό απόρρητων κονδυλίων, οι σύντροφοι σφύριζαν αδιάφορα; Οτι, όταν ήρθε η ώρα της επιλογής, ο Τσίπρας επέλεξε τον Καμμένο και άδειασε τον Κοτζιά; Βέβαια, το πιο ανησυχητικό από όλα ήταν πως «ο καλύτερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης» διαπραγματεύτηκε και αποφάσισε για ένα μείζον εθνικό θέμα χωρίς ποτέ να συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, επιτρέποντας ταυτόχρονα το κρίσιμο διάστημα της διαπραγμάτευσης δύο κορυφαίους και καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς της (Εξωτερικών και Αμυνας) να είναι στα μαχαίρια. Αλλά, όπως λέει μια ισλανδική παροιμία, «ο κακός κωπηλάτης κατηγορεί το κουπί».
Από την έντυπη έκδοση
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου