Γράφει ο Γιώργος Κουμπαράκης
Η προβληματική της υπόθεσης συνίσταται στο ότι η ελληνική αγορά στα χρόνια της κρίσης απευθύνεται σε δύο κατηγορίες εργαζομένων. Στην κατηγορία εκείνων που διαθέτουν τυπικά προσόντα και δεξιότητες πλεονασματικά σε σχέση με αυτά που απαιτούνται για την πλήρωση της θέσης εργασίας και στην κατηγορία εκείνων που διαθέτουν τυπικά προσόντα και δεξιότητες αναντίστοιχου γνωστικού πεδίου από αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των προσφερόμενων θέσεων εργασίας.
Οπως σημειώνουν έγκυρες πηγές: «Την περίοδο 2008-2017 το ποσοστό υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης αυξήθηκε κατά 60,6%, με αποτέλεσμα περισσότεροι από τρεις στους δέκα απασχολούμενους με υψηλά προσόντα να καλύπτουν θέσεις εργασίας για τις οποίες απαιτούνται χαμηλότερου επιπέδου προσόντα».
Και κάπου εδώ κάποιοι εύλογα θα σπεύσουν να πουν, «και τι πειράζει, εάν κάποιοι δουλεύουν και έχουν περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτεί η θέση, αρκεί που δουλεύουν», η υιοθέτηση αυτής της άποψης όμως αποτελεί κραυγαλέα ομολογία της χειρότερης μορφής απελπισίας, της απόγνωσης. Η απόγνωση, όπως υποστήριζε ο Λένιν, είναι φυσιολογική για αυτούς που δεν καταλαβαίνουν την αιτία του κακού, δεν βλέπουν καμία διέξοδο και δεν έχουν τη δύναμη να αγωνιστούν.
Το αποτέλεσμα από την εν λόγω υπόθεση είναι πως στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας έχει περαστεί το μήνυμα τού «αρκεί να δουλεύει», μετατρέποντάς το σε παθητικούς αποδέκτες μιας κατάστασης που το ίδιο θεωρεί πως δεν αλλάζει.
Και κάπου εδώ για να προλάβω όσους κουνήσουν το δάχτυλο και απορήσουν, «Καλά όλα αυτά, αλλά στην πράξη τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξουμε την κατάσταση και να μετατρέψουμε τη φυγή σε παραμονή;».
Η απάντηση είναι ότι το πρόβλημα υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, όσο συνεχίζουν να δημιουργούνται θέσεις εργασίας κατά πλειοψηφία σε τομείς της οικονομίας που δεν απαιτούν υψηλή γνώση και εξειδίκευση, όσο δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας σε τομείς της οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και στους τομείς τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ώστε να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις απασχόλησης υψηλών προσόντων. Και όσο η σύνδεση μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και των ιδρυμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης παραμένει ανύπαρκτη.
Μέχρι να συμβούν τα παραπάνω όμως οι στρατιές των ειδικευμένων ανέργων θα αυξάνονται και είτε θα επιλέγουν να εργαστούν με εκπτώσεις στα θέλω τους και σε αυτά που αξίζουν, είτε θα συνεχίσουν επιλέγουν τις εκτός χώρας λύσεις.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]