Η αμερικανική κυβέρνηση θα πιέσει Ρωσία και Ουκρανία να εφαρμόσουν τη μερική κατάπαυση του πυρός που συμφώνησαν τον Μάρτιο, καταλήγοντας στη συνέχεια σε πλήρη κατάπαυση του πυρός. Ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες θα συζητήσουν την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία ως εγγύηση ασφαλείας για το Κίεβο και πιθανόν να καταρτιστούν σχετικά σχέδια, η ανάπτυξη δυνάμεων παραμένει απίθανη, τουλάχιστον για το προσεχές τρίμηνο. Η Ρωσία θα φέρει αντιρρήσεις στην αποστολή ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία, για να καθυστερήσει τη συμφωνία κατάπαυσης πυρός.
Η προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας μπορεί να αποφέρει κάποια αποτελέσματα, όπως χαλαρότερη επιβολή αμερικανικών κυρώσεων στη Ρωσία, συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας στον Κυβερνοχώρο και κάποιες λίγες επενδυτικές συμφωνίες. Οι εμπορικές εντάσεις και οι ρητορικές απειλές των ΗΠΑ για τη δέσμευσή τους στο ΝΑΤΟ θα εντείνουν τις επιδεινούμενες σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ για την Ουκρανία και την αμερικανική στροφή προς τη Ρωσία. Η επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων θα ωθήσει τα περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να συνεχίσουν να ανακοινώνουν σχέδια αυξημένων αμυντικών δαπανών και να λαμβάνουν μέτρα για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Τέλος, η κυβέρνηση Τραμπ είναι, επίσης, πιθανό να εντείνει την οικονομική της στρατηγική έναντι της Κίνας.
Η εντατικοποίηση του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ θα αναγκάσει τις αμερικανικές εταιρίες να επιταχύνουν τις εισαγωγές πριν από τους δασμούς εναντίον των ΗΠΑ, να αποδεχθούν το υψηλότερο κόστος για τα αγαθά και -σε πολλές περιπτώσεις- να το μετακυλίσουν στους καταναλωτές. Η κυβέρνηση Τραμπ, πέρα από τις ανακοινώσεις για τους δασμούς στις αρχές Απριλίου, αργότερα μέσα στο τρίμηνο ενδέχεται να προσθέσει τομεακούς δασμούς, για τα γεωργικά προϊόντα, τα φάρμακα και τους ημιαγωγούς. Οι χώρες που επηρεάζονται από τους δασμούς θα προβούν σε αντίποινα με τους δικούς τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα και αντίστοιχα πάλι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προβούν περιστασιακά σε δικά τους αντίποινα με πρόσθετους δασμούς. Οι διαπραγματεύσεις για τους δασμούς θα διεξαχθούν σχεδόν σίγουρα αυτό το τρίμηνο.
Ενώ οι συνομιλίες μπορεί να καθυστερήσουν την έναρξη ισχύος τους ή να οδηγήσουν σε μικρότερους δασμούς, οποιαδήποτε συμφωνία θα έχει ως στόχο σε μεγάλο βαθμό τη μείωση των αμερικανικών εισαγωγών μέσω ποσοστώσεων ή εξαγωγικών περιορισμών ή την αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών μέσω υποσχέσεων για αγορά περισσότερων αγαθών.
Οι οικονομίες χαμηλού εισοδήματος θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν αυξημένες πιέσεις, λόγω των σχετικά υψηλών παγκόσμιων επιτοκίων, των δύσκολων συνθηκών αναχρηματοδότησης και του ισχυρού δολαρίου. Η αβεβαιότητα για την εμπορική πολιτική και οι ανησυχίες για τις οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ θα επιβαρύνουν, επίσης, την εικόνα τόσο για τις αναδυόμενες όσο και για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος, ιδίως στην Υποσαχάρια Αφρική, θα διατρέξουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο χρηματοπιστωτικής δυσπραγίας και συνακόλουθης πολιτικής αστάθειας. Ορισμένες χώρες χαμηλού εισοδήματος που έχουν βιώσει την πίεση του χρέους και υφίστανται σημαντικές οικονομικές προσαρμογές, όπως η Σρι Λάνκα, η Γκάνα, η Αίγυπτος, η Αιθιοπία και η Ζάμπια, θα σημειώσουν πρόοδο προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης σταθερότητας. Αλλες, όπως το Πακιστάν, θα συνεχίσουν να σημειώνουν πρόοδο εν μέσω συνεχιζόμενων υψηλών μεσοπρόθεσμων κινδύνων.
Και άλλες, όπως ο Λίβανος, θα ξεκινήσουν τη διαδικασία μεταρρυθμίσεων συμφωνώντας στην αναδιάρθρωση του χρέους μέσω προγράμματος του ΔΝΤ. Ο κίνδυνος μιας ευρύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης ή κρίσης χρέους, ωστόσο, θα παραμείνει χαμηλός σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Νότια Αφρική. Τέλος, η πίεση για την επιδίωξη ή τη διατήρηση πολιτικών μεταρρυθμίσεων θα παραμείνει υψηλή σε χώρες όπως η Αργεντινή και ο Ισημερινός, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια.
Η ανησυχία για την ανταγωνιστικότητα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη παγκόσμια απορρύθμιση σε πολλές δυτικές χώρες, ιδίως όσον αφορά τις δεσμεύσεις για το κλίμα, τον έλεγχο της εφοδιαστικής αλυσίδας και την Τεχνητή Νοημοσύνη. Η κυβέρνηση Τραμπ θα προχωρήσει στην κατάργηση ορισμένων περιβαλλοντικών, κλιματικών, τεχνολογικών και παρόμοιων κανονισμών της εποχής Ομπάμα και Μπάιντεν, μετά τις αποφάσεις του πρώτου τριμήνου για την επανεξέταση των εν λόγω κανονισμών.
Η πίεση των ΗΠΑ για απορρύθμιση, καθώς και οι ανησυχίες για τη δική της ανταγωνιστικότητα, θα οδηγήσει, επίσης, την Ε.Ε. να αποδυναμώσει περαιτέρω ή να καθυστερήσει ορισμένες από τις επίμαχες ρυθμίσεις της, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών ρυθμίσεων (όπως για την Τεχνητή Νοημοσύνη) και των πράσινων ρυθμίσεων (όπως για τις αγορές άνθρακα), αλλά ακόμη και στον αμυντικό τομέα, όπου οι ευρωπαϊκές χώρες σχεδιάζουν να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες.
Η αποδυνάμωση ή η καθυστέρηση των κανονισμών της Ε.Ε. θα επιτρέψει στις ευρωπαϊκές εταιρίες να διατηρήσουν κάποιο επίπεδο ανταγωνιστικότητας, αν και οι υψηλές τιμές της ενέργειας και το γεγονός ότι η Ε.Ε. θα εξακολουθεί πιθανότατα να έχει αυστηρότερους κανονισμούς από τις ΗΠΑ θα αμβλύνουν τον αντίκτυπο της απορρυθμιστικής πίεσης της Ε.Ε.