Γράφει ο Γιάννης Παπαγεωργίου*
Πρόκειται για ένα πρόβλημα, το οποίο δεν απασχολεί μόνο την Ελλάδα, αλλά τα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο οποίο η λύση δίνεται μονάχα αν ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις.
Ύστερα από μία σειρά ιλιγγιωδών εξελίξεων στο χώρο της τεχνολογίας και των ψηφιακών συστημάτων, διαπιστώνεται ότι μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας έχει μείνει πίσω όσον αφορά τις πρωτόγνωρες αυτές μεταβολές. Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί ένα δυσθεώρητο χάσμα μεταξύ αφενός της προσφερόμενης εργασίας και αφετέρου της ζήτησης τόσο των εργοδοτών όσο και της ταχέως μεταβαλλόμενης κοινωνίας. Αυτή η αναντιστοιχία δεξιοτήτων εντάθηκε ιδιαιτέρως κατά τη μεγάλη διαρροή «εγκεφάλων», το λεγόμενο brain drain, και πλέον, οι θέσεις εργασίας στην ελληνική αγορά δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν στην επερχόμενη αυτοματοποίηση της εργασίας.
Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία έντονη ροπή προς την επιλογή σπουδών είτε θεωρητικών είτε εφαρμοσμένων επιστημών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η απόκτηση δεξιοτήτων που απαιτούνται στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό συνιστά και την παθογένεια του Ελληνικού Πανεπιστημίου, το οποίο αδυνατεί να προσαρμοστεί στις σύγχρονες τάσεις και κατά συνέπεια προσφέρει μία, πλέον, ημιτελή μόρφωση στους υποψήφιους εργαζομένους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι νέοι δεν έχουν επαγγελματικά προσόντα, αλλά δεν έχουν τα προσόντα που χρειάζονται στη σύγχρονη αυτοματοποιημένη εποχή. Έτσι, διαμορφώνεται ένα εργασιακό μωσαϊκό κατά το οποίο υπάρχει μεγάλη προσφορά δικηγόρων και πολιτικών μηχανικών, αλλά περιορισμένη και χαμηλή προσφορά σε προγραμματιστές και μηχανικούς πλοίων.
Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι παραδοσιακά στην Ελλάδα προκρίνεται κυρίως η ανώτατη εκπαίδευση, ενώ παραγκωνίζεται η τεχνική εκπαίδευση η οποία μπορεί να συντελέσει στην οικονομική επανεκκίνηση της χώρας. Χαρακτηριστικά, η ελληνική βιομηχανία έχει έλλειψη μηχανικών τεχνολογίας τροφίμων, ενώ την ίδια στιγμή ο τουρισμός έχει άμεση ανάγκη από γνώστες ψηφιακού τουριστικού μάρκετινγκ.
Καθίσταται εμφανές, λοιπόν, ότι ζωτικοί τομείς της ελληνικής βιομηχανίας, υψηλής δυνητικής εξαγωγιμότητας, που μπορούν να συνεισφέρουν στην οικονομική ανακούφιση του τόπου, εκπέμπουν κραυγές απόγνωσης για την υποστελέχωσή τους.
Ταυτοχρόνως δε, ο χαμηλός ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα σε συνδυασμό με την ελλιπή κατοχή δεξιοτήτων συνιστούν τη γενεσιουργό αιτία της διαρκώς αυξανόμενης νεανικής ανεργίας.
Παράλληλα, όμως, υπάρχει έλλειμμα στα λεγόμενα soft skills, δηλαδή τις προσωπικές ικανότητες ενός εργαζομένου να αντιλαμβάνεται τον τρόπο λειτουργίας μιας επιχείρησης, καθώς και του ρόλου που αυτός έχει μέσα σε αυτήν. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για προσόντα επικοινωνίας, οργάνωσης, διαχείρισης καταστάσεων και ικανότητας υπέρβασης των εκάστοτε εμποδίων. Παρά την κομβική σημασία που τέτοια προσόντα έχουν μέσα στο εργασιακό περιβάλλον, το ποσοστό που τα διαθέτει είναι περιορισμένο, δημιουργώντας, έτσι, δυσμενείς συνθήκες για την πλήρωση των θέσεων εργασίας.
Εν κατακλείδι, είναι εμφανές ότι μία αλλαγή στη συνολική νοοτροπία επιλογής σπουδών και απόκτησης δεξιοτήτων συνιστά άμεση ανάγκη για την καταπολέμηση του επίμονου προβλήματος της νεανικής ανεργίας. Οι τεράστιες τεχνολογικές μεταβολές που έχουν συντελεστεί στους χώρους εργασίας καταδεικνύουν ότι πλέον έχει έρθει η ώρα ώστε να προσαρμοστεί κατάλληλα τόσο ο τρόπος εμπέδωσης της γνώσης στα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, όσο και οι αλγόριθμοι επαγγελματικού προσανατολισμού.
*Ο Γιάννης Παπαγεωργίου είναι Οικονομολογος MSc, Πολιτικό στέλεχος ΝΔ