Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Αλλά δεν έκανε και δεν είπε τίποτα. Αντιθέτως, άφησε τον εμφύλιο να μαίνεται, κρίνοντας μάλλον πως ήταν μια υπόθεση μεταξύ δύο εκρηκτικών χαρακτήρων. Κι ας περνούσαν μπροστά από τα μάτια του, όπως και από τα μάτια όλης της Ελλάδας, βαρύτατες κατηγορίες και απειλές, που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν πολιτικό σεισμό και την άμεση παρέμβαση της Δικαιοσύνης. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πρωθυπουργός που έβλεπε τους υπουργούς του να αλληλοπυροβολούνται και παραμέριζε για να μην τον πάρουν τα σκάγια…
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Το ακόμα χειρότερο είναι ότι δεν επρόκειτο για δύο υπουργούς «περιφερειακών» -αν και είναι αδόκιμος ο όρος- υπουργείων. Αλλά για τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και τον πρώην υπουργό Εθνικής Αμυνας της χώρας και μάλιστα κατά τον χρόνο που ο πρώτος διαπραγματευόταν ένα μείζον εθνικό θέμα, το Μακεδονικό! Σε μια κανονική χώρα, με μια κανονική κυβέρνηση όπου προτεραιότητα δεν θα ήταν η διατήρηση των ισορροπιών με τον εταίρο, αλλά η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας, η έννοια του πρωθυπουργού θα ήταν να διασφαλίσει τουλάχιστον ένα ήρεμο και ασφαλές πλαίσιο για τον υπουργό που προΐσταται των διαπραγματεύσεων. Οχι όμως για την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Ο Αλέξης Τσίπρας άφησε όλο αυτό το διάστημα έκθετο τον υπουργό του και, κυρίως, άφησε έκθετη τη χώρα, επιτρέποντας έναν «καβγά» που κατέληξε σε απειλές, εκβιασμούς, υβριστικά μέιλ, καταγγελίες για χρηματισμούς και υπόνοιες για offshore. Λίγο πριν από το τέλος, μάλιστα, αποδέχθηκε την παραίτηση του Νίκου Κοτζιά, προφανώς επειδή έκρινε πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να τα «σπάσει» με τον Πάνο Καμμένο, για να μη διακινδυνεύσει την πολιτική του επιβίωση. Οταν τελικά η ρήξη με τον υπουργό Εθνικής Αμυνας επήλθε, και πάλι δεν βιάστηκε. Φρόντισε πρώτα να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία με την ομάδα των έξι, και μετά τράβηξε την «πρίζα» της συγκυβέρνησης.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου