Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι αρκούν ο βολονταρισμός της (οποιασδήποτε) ελληνικής κυβέρνησης και η απλή επίδειξη εθνικής ομοψυχίας, όπως αποτυπώθηκε στην πρόσφατη έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής, για να φέρει χειροπιαστό αποτέλεσμα η διεκδίκηση των 270 δισεκατομμυρίων ευρώ (με σημερινές αξίες), που αφορά στο σύνολο των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου.
Τραμπ, Μπάιντεν και το δράμα των ομήρων
Κι ένα παιδί του Δημοτικού καταλαβαίνει ότι σε τέτοιες μείζονες διακρατικές διαφορές ο συσχετισμός δύναμης είναι το Α και το Ω. Επομένως, η λογική λέει ότι στη δεινή οικονομική θέση που βρίσκεται η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να προβάλλει τέτοιες αξιώσεις. Κι όμως, ισχύει το εντελώς αντίθετο: Ακριβώς επειδή η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη θέση οφείλει να μην πάψει να υπενθυμίζει στη Γερμανία και τη διεθνή κοινότητα ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό -ούτως ώστε, όταν κάποια στιγμή στο μέλλον πατήσει πιο γερά στα πόδια της, να κερδίσει έστω ένα μικρό μέρος από αυτά που διεκδικεί.
Είναι φως φανάρι ότι υπάρχουν μικροπολιτικοί υπολογισμοί στους χειρισμούς του Ελληνα πρωθυπουργού, που σχετίζονται με τις δυσκολίες της επόμενης αξιολόγησης και την άτυπη προσπάθεια συμψηφισμού των σκληρών μέτρων με τις γερμανικές υποχρεώσεις. Οσο κι αν ο Τσίπρας προσπάθησε να τα αποσυνδέσει, είναι οι ίδιοι οι Γερμανοί που τα συνδέουν, στην προσπάθειά τους φυσικά να «κάψουν» τις ελληνικές θέσεις.
Ας μην ξεχνάμε όμως κάτι σημαντικό: Το τεράστιο ηθικό (αλλά και υλικό, ας μην κοροϊδευόμαστε) θέμα του γερμανικού χρέους απέναντι στην Ελλάδα προϋπήρχε της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. και θα υπάρχει έπειτα από αυτήν. Είχε απασχολήσει ιδιαίτερα την κυβέρνηση Μητσοτάκη και το σύνολο των ελληνικών κομμάτων το 1990, όταν οι Γερμανοί προσπάθησαν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους μετά την ενοποίηση, προτάσσοντας την περίφημη «Συμφωνία της Μόσχας» ή «2+4» (δηλαδή των δύο Γερμανιών με τις νικήτριες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και ΕΣΣΔ).
Επειδή ο χρόνος αποδυναμώνει κάθε διεκδίκηση, η Ελλάδα οφείλει να κρατάει το θέμα «ζεστό» ανακινώντας το κατά τακτά διαστήματα -χωρίς βέβαια λεονταρισμούς και απειλές- με όλη τη διπλωματική λεπτότητα που απαιτούν η φύση του και η συγκυρία. Στο κάτω κάτω δεν έχουμε κανένα λόγο να απεμπολήσουμε αμαχητί τα συμφέροντά μας – οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν θα το έκαναν ποτέ χωρίς ανταλλάγματα. Ακόμη κι αν στο τέλος δεν κερδίσουμε τίποτα, αυτή η μάχη πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί.