Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος* Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης ήταν αρχικά προγραμματισμένο για τον Φεβρουάριο του 2016 και τελικά επιτεύχθηκε τον Ιούνιο του 2017 με μεγάλη καθυστέρηση που είχε σοβαρές συνέπειες για την οικονομία, από την υποχώρηση του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2016 μέχρι την απόσυρση άλλων 4-5 δισ. ευρώ από τις καταθέσεις των τραπεζών.
Η καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης δεν είχε σχέση με τη διαπραγμάτευση -εφόσον η κυβέρνηση δεν πέτυχε κανέναν από τους διακηρυγμένους διαπραγματευτικούς της στόχους- αλλά με τις πολιτικές ανάγκες του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Το κυβερνητικό κόμμα χρειάστηκε χρόνο για να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιθέσεις του και να κάνει ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της προσαρμογής προς τους κανόνες της ευρωζώνης και τους περιορισμούς του ελληνικού προγράμματος. Από την πλευρά της η κυβέρνηση αξιοποίησε τον πολιτικό χρόνο που κέρδισε, εις βάρος της οικονομίας και της κοινωνίας, για να ενισχύσει τις δομές του κομματικού κράτους.
Το βασικό πρόβλημα
Το βασικό πρόβλημα με τη δεύτερη αξιολόγηση είναι ότι προεκτείνει την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων πέρα από την επίσημη λήξη του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018. Οπως επισημαίνεται στο ανακοινωθέν του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, το Eurogroup «καλωσορίζει την υιοθέτηση φιλόδοξου δημοσιονομικού πακέτου για μετά το πρόγραμμα (post-programme) με τη φορολογική και τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που θα εξασφαλίσουν την εξοικονόμηση 2% του ΑΕΠ για τους μετά το 2018 δημοσιονομικούς στόχους».
Το δημοσιονομικό πακέτο για μετά το πρόγραμμα είναι ένα πολιτικό εύρημα που θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Ικανοποιεί το ΔΝΤ, το οποίο επέβαλε πλήρως τις απόψεις του στην ελληνική κυβέρνηση. Διευκολύνει κάπως την τελευταία γιατί οδηγεί στην εφαρμογή πρόσθετων μέτρων το 2019 και το 2020, κατά συνέπεια της εξασφαλίζει χρονικά και πολιτικά περιθώρια ελιγμών. Τινάζει στον αέρα τα περί ιδιοκτησίας του προγράμματος εφόσον δεν υπάρχει πολιτική δύναμη που να μπορεί να υποστηρίξει την εφαρμογή μνημονιακών μέτρων μετά τη λήξη του Μνημονίου και χωρίς μνημονιακή χρηματοδότηση με προνομιακούς όρους.
Το κυριότερο, εξαγριώνει την ελληνική κοινή γνώμη, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι θύμα πολιτικού εμπαιγμού. Δεν είναι τυχαίο ότι το τρίτο πρόγραμμα-Μνημόνιο, γνωστό ως Μνημόνιο Τσίπρα, κρίνεται από τους συμπολίτες μας πολύ πιο αρνητικά από τα δύο πρώτα προγράμματα-Μνημόνια που διαχειρίστηκαν ο κ. Παπανδρέου και ο κ. Σαμαράς. Η νέα παράταση της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων το 2019 και το 2020 μπορεί να προκαλέσει οριστικό διαζύγιο μεταξύ της ευρύτερης κοινής γνώμης και της πολιτικής που εφαρμόζεται.
Μέθοδος… Τρίτου Κόσμου
Το εντυπωσιακό είναι ότι η κυβέρνηση δεσμεύτηκε στα μέτρα που πρότεινε το ΔΝΤ και στην αρχή απέρριπτε χωρίς να εξασφαλίσει την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Οπως αναφέρεται στο ανακοινωθέν του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, το ΔΝΤ θα παραμείνει «μετά από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης» στο πρόγραμμα αλλά στη βάση μιας 14μηνης Προσωρινής Συμφωνίας. Αυτό σημαίνει ότι το ΔΝΤ θα συμμετέχει στην εποπτεία και την τεχνική επεξεργασία του ελληνικού προγράμματος αλλά δεν θα συμβάλει στο άμεσο μέλλον στη χρηματοδότησή του. Θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου και στη συνέχεια να προχωρήσει η συμφωνηθείσα στα τέλη του 2012 αλλά αναβληθείσα το καλοκαίρι του 2015 αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου για να βάλει το ΔΝΤ ένα περιορισμένο ποσό κατώτερο των δύο δισ. ευρώ στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος.
Εδώ έχουμε τη δεύτερη διακωμώδηση της έννοιας του προγράμματος-Μνημονίου. Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα το ΔΝΤ θα βάλει χρήματα στο ελληνικό πρόγραμμα μετά τη λήξη της εφαρμογής του. Θα έχουμε, λοιπόν, μνημονιακά μέτρα μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του Μνημονίου και χρηματοδότηση από το ΔΝΤ -με το γνωστό «τσουχτερό» επιτόκιο- μετά τη λήξη του προγράμματος.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Θεωρώ απόλυτα σωστό ότι η Ν.Δ. αρνείται να προσυπογράψει αυτόν τον παραλογισμό, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των πιστωτών και στη διαπραγματευτική ανυπαρξία της κυβέρνησης Τσίπρα.
Καμία διευκόλυνση
Στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα η κυβέρνηση προβάλλει διάφορες ανύπαρκτες διαπραγματευτικές επιτυχίες προχωρώντας σε μια δημιουργική ερμηνεία του ανακοινωθέντος του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Πρώτον, δεν υπάρχει καμία θετική εξέλιξη στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου. Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, όπως δεσμεύτηκε ο κ. Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015. Η μόνη διαφοροποίηση στο κείμενο που αναφέρεται στο χρέος έχει να κάνει τη μετατροπή του παλαιότερου «αν χρειαστεί» (η αναδιάρθρωση του χρέους) σε «στο βαθμό που θα χρειαστεί». Δεν υπάρχει συγκεκριμένη δέσμευση για το τι ακριβώς θα γίνει, απλά αναγνωρίζεται έμμεσα ότι με τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις που καταγράφονται το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο. Για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση σε ό,τι αφορά τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση Τσίπρα επαναλαμβάνεται η φράση ότι η αναδιάρθρωση του χρέους θα γίνει «χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση άλλων ωφελούμενων κρατών-μελών».
Υψηλά πλεονάσματα
Ως αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής της ανυπαρξίας η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για μια ολόκληρη πενταετία (2018-2022) και στη συνέχεια για δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Με τον προγραμματισμό αυτών των πλεονασμάτων έχει πλησιάσει πολύ στις θέσεις του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, κ. Σόιμπλε, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα μπορεί να μη χρειάζεται βοήθεια στην αναδιάρθρωση του χρέους αν επιτύχει σε βάθος δεκαετιών πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2,5%.
Το εκπληκτικό είναι ότι το Μαξίμου «πανηγυρίζει» για την υποτιθέμενη μείωση του στόχου για τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα σε βάθος χρόνου, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης ισχύουν αυστηρότεροι δημοσιονομικοί κανόνες. Πρόκειται για μια ακόμη επικοινωνιακή κατασκευή του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του, η οποία βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τα ισχύοντα στην ευρωζώνη, της οποίας το δημόσιο χρέος είναι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ λιγότερο από το μισό του ελληνικού.
Χωρίς δεσμεύσεις
Τέλος, η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι η αποδοχή όλων των σκληρών θέσεων για τις συντάξεις, το αφορολόγητο όριο στο ετήσιο εισόδημα και τους περιορισμούς στις συλλογικές διαπραγματεύσεις έγιναν δεκτές για να υπάρξουν πρόσθετες διευκολύνσεις, οι οποίες όμως δεν περιέχονται στο κείμενο των συμπερασμάτων στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Ετσι, η γαλλική πρόταση για τη σύνδεση της αποπληρωμής του χρέους με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας -η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να διευκολύνει την ελληνική πλευρά – δεν αναφέρεται πουθενά. Δεν υπάρχουν επίσης πρόσθετα ευρωπαϊκά κονδύλια για το ελληνικό πρόγραμμα πέρα από αυτά που προβλέπει ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για τη διαχειριστική περίοδο 2014-2020. Τέλος, η αποδοχή του ελληνικού αιτήματος για τη δημιουργία Εθνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με βάση τα πρότυπα που ισχύουν σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη δέσμευση για το ύψος και τον τρόπο της χρηματοδότησής της, τον τρόπο οργάνωσης και το χρόνο λειτουργίας της.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της ΝΔ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής