Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Φανταστείτε μέσα στα ηφαιστειογενή πετρώματα τα υπόσκαφα μοναστήρια με κελιά-περιστεριώνες και τις αμέτρητες εκκλησιές. Οπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, «εκκλησιές σπεϊκές», λαξεμένες στους μαλακούς αγιασμένους βράχους. Αγιογραφημένες άλλοτε από σπουδαίους αγιογράφους κι άλλοτε από λαϊκούς. Ξέβαψαν τα χρώματά τους κι όμως εκφράζουν, με την ίδια δύναμη, την πίστη του ανθρώπου στο μεγαλείο του Θεού.
Φανταστείτε χωριά όμορφα, με αλλοτινά ελληνικά ονόματα και στις πλατείες και στα σοκάκια τους σπίτια ερειπωμένα κι αρχοντικά άστεγα που τα τσάκισε ο χρόνος. Κάπου κάπου διαφύλαξε αρχιτεκτονικά στοιχεία στις προσόψεις τους, αψευδείς μάρτυρες της ελληνικότητας των κτητόρων τους. Η συγκίνηση των περασμένων μεγαλείων.
Φανταστείτε εκατοντάδες ναούς. Αλλοτε περίλαμπροι προς δόξαν Θεού. Νυν ολόγυμνοι, βουβοί και σκοτεινοί, σαν τάφος. Τοίχοι γδαρμένοι, βρόμικοι και χαραγμένοι ασεβώς. Κολόνες σπασμένες. Θόλος μαυρισμένος από την υγρασία, η οποία έσβησε την απεικόνιση του αρχαίου κάλλους του Παντοκράτορος. Χώμα για δάπεδο ή πλάκες ανασκαμμένες. Κάποιοι ψάχνουν ακόμη για θησαυρούς. Ελλείπει η καθαγιασμένη τράπεζα. Ελιωσαν οι καμπάνες. Κατεδαφίσθη το κωδωνοστάσιο. Για ενενήντα τρία χρόνια δεν αντηχούν στα κλίτη ψαλμωδίες ούτε διαβάστηκαν Απόστολος κι Ευαγγέλιο στην γκρεμισμένη Ωραία Πύλη.
Κι όμως, στην παγερή ερήμωση που σε διαπερνά, νιώθεις ότι συνωστίζονται χιλιάδες ψυχές που βαπτίστηκαν και λειτουργήθηκαν και μετάλαβαν εκεί. Παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες γέρασαν κι αναπαύθηκαν. Ομως, οι τάφοι τους δεν ανευρίσκονται. Κανένα σημάδι.
Σε τέτοιες εκκλησιές λειτουργεί εδώ και δεκαεπτά χρόνια ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με πλήρωμα Καππαδόκες τρίτης γενιάς, που επιστρέφουν, κάθε χρόνο, στη γη των προγόνων τους. Μαζί και προσκυνητές από την Ελλάδα και την Πόλη, που συνοδεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την αγάπη του.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Σεπτός και ταπεινός, ο Βαρθολομαίος και ταυτόχρονα ένδοξος και μεγαλειώδης, με ολόφωτο το πρόσωπό του, στέκεται στη μέση της εκκλησιάς και με φωνή δυνατή και αλύγιστη ψέλνει: «Eυλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί…» κι εσύ νιώθεις την ψυχή σου να γαληνεύει στο νυν και να αναθερμαίνεται η ελπίδα της στο αεί.
Και τότε χάνεται από τα μάτια σου η απελπιστική εικόνα του ναού. Χάνεται η εγκατάλειψη και η βεβήλωσή του. Ξαφνικά, ο ναός λάμπει και από το φορητό -από το Πατριαρχείο- εικονοστάσι αναδύονται μέρες μεγαλείου βυζαντινού και Ορθοδοξίας. Η πρόχειρα στημένη Αγία Τράπεζα φωτίζεται απόκοσμα και στη βαθιά κατάνυξη, ακούς να φτερουγίζουν σεραφείμ και χερουβείμ μετέχοντας στη Θεία Ευχαριστία. Μεταλαμβάνουν οι δούλοι του Θεού από βυζαντινό δισκοπότηρο που καταγράφει ανεξίτηλα η μνήμη.
Συνοδοιπόροι και ταπεινοί προσκυνητές, παίρνουμε κουράγιο από το κουράγιο του Οικουμενικού Πατριάρχη και στεγνώνουμε γρήγορα τα δάκρυα της συγκίνησής μας. Θαυμάζομε το περίσσευμα του μεγαλείου της ψυχής του, την πίστη του την αδαμάντινη, που οδηγεί τα βήματά του, κάθε χρόνο, εκεί που ο τόπος αγιάστηκε από μάρτυρες και οσίους και τώρα ο αέρας σφυρίζει περνώντας από τα σπασμένα τζάμια. Μόνον οι αχτίδες του ήλιου, σαν αναπνοές εκείνων που έφυγαν και έκλεισαν πίσω τους τις θύρες, ζεσταίνουν την ερημία. Τα καμπαναριά γκρεμίστηκαν. Το κάλλος κατελύθη.
Η Ιστορία άλλαξε και γύρισε η σελίδα. Ο Πατριάρχης μού λέει ότι η Πολιτεία στέκεται με σεβασμό απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο ποίμνιό του. Στις δύσκολες μέρες και ανάστατες που περνά η Τουρκία, η πατριαρχική διαβεβαίωση είναι μεγάλη παραμυθία για μας.
Στην Κωνσταντινούπολη, στα παράλια, στον Πόντο, στην Καππαδοκία μένουν ολοζώντανες οι μνήμες εκείνων που έφυγαν. Θα ζωντανεύουν με τις γενιές που ακολουθούν, αν τις διδάξουμε να μην ξεχάσουν. Αυτό είναι το σπουδαίο έργο κάθε προηγούμενης γενιάς. Γιατί πατρίδα χαμένη δεν υπάρχει, όταν ζει στην καρδιά και θησαυρίζεται στη μνήμη, από γενιά σε γενιά, ωραία και απαράλλαχτη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο εκλεκτός από Θεού, μένει πολύτιμος φύλακας της εθνικής μας μνήμης.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου