Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Είναι αυτονόητο ότι κάτι πηγαίνει στραβά με τη διαχείριση των ελληνικών Μνημονίων, γιατί από τον Μάρτιο του 2016, οπότε βγήκε η Κύπρος από το δικό της Μνημόνιο, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που εξακολουθεί να είναι σε πρόγραμμα. Ολοι οι άλλοι εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους και σταθεροποιήθηκαν οικονομικά σε διάρκεια μίας διετίας, ενώ εμείς συνεχίζουμε την προσπάθεια με ολοένα μεγαλύτερες θυσίες και σχετικά μικρά οικονομικά αποτελέσματα.
Χωρίς ιδιοκτησία του προγράμματος
Οι εκπρόσωποι των θεσμών υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τη λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος. Εάν δηλαδή θα μπορέσει η κυβέρνηση να πιστέψει στην ορθότητα της πολιτικής που εφαρμόζει και να κινητοποιήσει την ελληνική οικονομία και την κοινωνία σε αυτή την κατεύθυνση.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει ιδιοκτησία του προγράμματος. Τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη διαχωρίζουν, με δημόσιες δηλώσεις τους, τη θέση τους από τα μέτρα που προσυπογράφει η κυβέρνηση και εμφανίζουν την εμπέδωσή τους ως αποτέλεσμα απαράδεκτων πιέσεων από την πλευρά των πιστωτών.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν κάνει τίποτα για να επιλεγεί ένα μίγμα οικονομικών μέτρων βάσει των αναγκών μας και φροντίζει να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από την πολιτική της οποίας πρέπει να αποκτήσει τη λεγόμενη ιδιοκτησία.
Από την πλευρά της, η Ν.Δ. δεν μπορεί να υιοθετήσει μέτρα τα οποία η κυβέρνηση δηλώνει ότι απορρίπτει και δεν έχουν καμία σχέση με το κυβερνητικό πρόγραμμα και τις προτεραιότητες της Κεντροδεξιάς. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση επιλέγει σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους την υπερφορολόγηση των ιδιοκτητών ακινήτων και του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ενώ βασική θέση της Ν.Δ. είναι ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στη μείωση των δημόσιων δαπανών, για να μπορέσει να ανασάνει φορολογικά η οικονομία και να υπάρξει σταθερή και δυναμική ανάπτυξη.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τη συμφωνία της κυβέρνησης και των εταίρων για τη συνέχιση της εφαρμογής νέων, μνημονιακού χαρακτήρα, μέτρων μετά την επίσημη λήξη του προγράμματος-Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Θεωρητικά η μνημονιακή πειθαρχία χαλαρώνει με τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, στην πράξη όμως τα πράγματα θα γίνονται δυσκολότερα για τους περισσότερους συμπολίτες μας, εφόσον έχει προγραμματιστεί η μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων από τον Ιανουάριο του 2019 και η μείωση του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα από 1ης Ιανουαρίου του 2020.
Η εντύπωση που δημιουργείται, απόλυτα δικαιολογημένα, στους πολίτες είναι ότι το επίσημο τέλος του προγράμματος-Μνημονίου δεν θα σημάνει το τέλος της εφαρμογής νέων, μνημονιακού χαρακτήρα, μέτρων. Ετσι, χάνεται η δυνατότητα να υπάρξει η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος σε επίπεδο βάσης, εφόσον οι περισσότεροι πολίτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι θύματα ενός διαρκούς πολιτικού εμπαιγμού. Γιατί, φυσικά, για να υπάρξει η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος πρέπει να το υιοθετήσει η κυβέρνηση και το πολιτικό προσωπικό γενικότερα, αλλά κυρίως να το δεχτεί ο λαός. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι λαθεμένες κινήσεις της κυβέρνησης και των εταίρων και των πιστωτών οδήγησαν στο «ακατόρθωτο», να μην υπάρχει ιδιοκτησία του προγράμματος σε επίπεδο κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και λαού. Εάν δεν ξεπεραστεί αυτό το αδιέξοδο, πολύ δύσκολα θα μετατραπούν οι θυσίες του ελληνικού λαού στην αναγκαία δυναμική εξόδου από την κρίση.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις
Είναι να απορεί κανείς πώς όλοι οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και της διαχείρισης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο αναλογεί σε 180% του ΑΕΠ, χωρίς να ενδιαφέρονται για την επεξεργασία μιας ολοκληρωμένης επενδυτικής στρατηγικής.
Τα επίσημα στοιχεία τα οποία συζητούνται από τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών που εμπλέκονται στη διαχείριση του ελληνικού προγράμματος δημιουργούν δικαιολογημένο προβληματισμό. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν συρρικνωθεί στο 11% του συρρικνωμένου ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις της ευρωζώνης κινούνται γύρω στο 20% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι για να ανέβει το επίπεδο των επενδύσεων στην Ελλάδα στο μέσο επίπεδο της ευρωζώνης πρέπει να αυξηθούν κατά 15-16 δισ. ευρώ το χρόνο.
Αυτή είναι η λύση που θα φέρει τη σταθερή και δυναμική οικονομική ανάπτυξη, θα δημιουργήσει νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας, θα εξασφαλίσει σε βάθος χρόνου τη βιωσιμότητα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή εξόφλησή του χωρίς υπερβολικές θυσίες και ισοπεδωτικά μέτρα. Εάν αυξήσουμε τις επενδύσεις σε ευρωπαϊκά επίπεδα και εξασφαλίσουμε τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας, το χρέος, από 180% του ΑΕΠ, θα υποχωρήσει σε βάθος δεκαετιών στο 90% του ΑΕΠ, ίσως και αρκετά λιγότερο.
Επειδή έχω τη δυνατότητα από τη θέση μου στην ομάδα εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παρακολουθεί την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου να γνωρίζω τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι πέρα από ορισμένες γενικόλογες διατυπώσεις δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις για την κάλυψη του τεράστιου επενδυτικού ελλείμματος στην πατρίδα μας.
Για παράδειγμα, η μείωση του ΕΝΦΙΑ σε 30% σε μία διετία, την οποία έχει προτείνει ο πρόεδρος της Ν.Δ., κ. Μητσοτάκης, θα εξασφάλιζε τεράστια αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία, αλλά απορρίπτεται από την κυβέρνηση, η οποία δεν επιθυμεί να προχωρήσει σε ισόποση μείωση των δημόσιων δαπανών και δεν υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές, οι οποίοι θεωρούν ότι ο ΕΝΦΙΑ στη σημερινή του μορφή εξασφαλίζει σταθερά έσοδα στο Δημόσιο. Το μεγαλύτερο μέρος του επενδυτικού ελλείμματος που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης οφείλεται στην κατάρρευση της οικοδομής, η οποία παρέσυρε στην πτώση της ένα σωρό κλάδους της οικονομίας.
Ούτε στο θέμα της υπερφορολόγησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών τα νέα είναι καλά. Η αύξηση των φορολογικών βαρών οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις στη μετεγκατάστασή τους σε γειτονικές χώρες και στις περισσότερες περιπτώσεις στη ματαίωση των επενδυτικών σχεδίων τους ή και στο «λουκέτο».
Είναι να αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να αναπτυχθεί μια χώρα στην οποία έχουν καταργηθεί οι διεθνώς αναγνωρισμένοι κανόνες της οικονομίας και η ίδια η οικονομική λογική. Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε τη σταθερή μείωση των δημόσιων επενδύσεων, τη σταθερή υπονόμευση προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων και μεγάλων ξένων επενδύσεων από τα μισά κυβερνητικά στελέχη και τη σταθερή αδιαφορία για τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού και επενδυτικού κλίματος, για να διαπιστώσουμε ότι βρισκόμαστε σε επενδυτικό αδιέξοδο.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση Τσίπρα επένδυσε τους τελευταίους 16 μήνες σε μια σκόπιμη καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, χωρίς να κάνει τίποτα στην κατεύθυνση της λεγόμενης ιδιοκτησίας του προγράμματος και της διαμόρφωσης μιας σοβαρής επενδυτικής στρατηγικής, που θα μας βγάλει επιτέλους από την κρίση. Δεν είναι τυχαίο ότι η ευρωζώνη στο σύνολό της αναπτύσσεται με τέτοιους ρυθμούς που έχουν ρίξει την ανεργία σε επίπεδα κατώτερα από εκείνα στα οποία ήταν στην έναρξη της κρίσης, ενώ στην πατρίδα μας η μικρή υποχώρηση της ανεργίας που παρατηρείται δεν έχει την ποιοτική διάσταση που επιβάλλεται, με καλές θέσεις πλήρους απασχόλησης. Η κυβερνητική φλυαρία για το χρέος, την αναδιάρθρωση του οποίου ο ίδιος ο κ. Τσίπρας καθυστέρησε με τις υπογραφές που έβαλε το καλοκαίρι του 2015 για την πραγματοποίησή της μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, ήταν μέρος μιας επικοινωνιακής στρατηγικής, σχεδιασμένης να καλύψει τα τεράστια κενά που εξακολουθούν να υπάρχουν στο ελληνικό πρόγραμμα.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της ΝΔ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής