Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του έχουν ειδικευτεί σε ασκήσεις επικοινωνίας και προπαγάνδας αλλά αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι η αλλαγή του πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν. Είναι διαφορετική η αποτελεσματικότητα μιας επιθετικής επικοινωνιακής πολιτικής σε συνθήκες υψηλής δημοτικότητας -το πρώτο εξάμηνο του 2015 Τσίπρας και Βαρουφάκης είχαν δημοτικότητα που ξεπερνούσε κατά διαστήματα το 65%- από εκείνη που εξελίσσεται σε συνθήκες δημοτικότητας της τάξης του 25% για τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα και 20% για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πρώτη περίπτωση η επιθετική επικοινωνιακή πολιτική και η διατύπωση απόψεων που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα «ντοπάρουν» μια κοινή γνώμη που έχει ήδη πειστεί, ενώ στη δεύτερη περίπτωση την εξαγριώνουν γιατί επιβεβαιώνουν στην αντίληψη των περισσότερων πολιτών την τεράστια απόσταση μεταξύ κυβερνητικών λόγων και έργων.
Ανύπαρκτες «κόκκινες γραμμές»
Ως μέλος της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ως μέλος της ομάδας που παρακολουθεί εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου έχω στη διάθεσή μου όλη την πληροφόρηση, που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κυβερνητική επικοινωνία και η προπαγάνδα δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική της κυβέρνησης έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των υποτιθέμενων κόκκινων γραμμών, με τις αδιαπραγμάτευτες θέσεις της κυβέρνησης, οι οποίες αποδείχτηκε ότι ποτέ δεν υπήρξαν. Η κυβέρνηση υιοθέτησε τις πιο σκληρές θέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων και δραστική μείωση του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα, ενώ στο εσωτερικό δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν υπήρχε περίπτωση να προσυπογράψει αυτή την πολιτική.
Η τεράστια απόσταση που χωρίζει την κυβερνητική ενημέρωση και την προπαγάνδα από την κυβερνητική πολιτική φάνηκε και από τη στάση του υπουργού Οικονομικών, κ. Τσακαλώτου. Από τη μία, δήλωνε δημόσια ότι θα παραιτηθεί σε περίπτωση που μειωθεί το αφορολόγητο όριο για το ετήσιο εισόδημα κάτω από τις 9.000 ευρώ και, από την άλλη, δήλωσε ικανοποιημένος, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, όπως χαρακτηριστικά είπε, με τη μείωση του αφορολογήτου στις 5.600 ευρώ.
Η εντύπωση που έχω για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι ότι ποτέ δεν διαπραγματεύτηκε, απλά συνέβαλε στην καθυστέρηση του κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, από τον Φεβρουάριο του 2016, οπότε ήταν προγραμματισμένη, στον Μάιο-Ιούνιο του 2017.
Μνημονιακή παράταση
Η κυβέρνηση προπαγανδίζει το υποτιθέμενο τέλος της λιτότητας και του Μνημονίου, ενώ έχει συμφωνήσει την παράταση των μνημονιακού χαρακτήρα μέτρων πέρα από το επίσημο τέλος του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Στην αντίληψη των πολιτών, το Μνημόνιο ταυτίζεται με μέτρα λιτότητας σαν αυτά που ανακοινώθηκαν ήδη από την κυβέρνηση για το 2019 και το 2020. Το εκπληκτικό είναι ότι η κυβέρνηση προτίμησε να παραιτηθεί από τις ευκολίες της μνημονιακής χρηματοδότησης, παρά να δεχτεί αυτό που γνωρίζουν όλοι, ότι δηλαδή το Μνημόνιο συνεχίζεται, σε ό,τι αφορά τα μέτρα λιτότητας, τα επόμενα χρόνια.
Πολύ σωστά επισημαίνει ο πρόεδρος της Ν.Δ., κ. Μητσοτάκης, ότι έτσι όπως κινήθηκε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας καταλήξαμε να έχουμε συνέχιση του Μνημονίου με διακοπή της προνομιακής μνημονιακής χρηματοδότησης. Το Ελληνικό Δημόσιο θα υποχρεωθεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές του ανάγκες στις αγορές, με ένα επιτόκιο ανώτερο του 4% σε ό,τι αφορά τα δεκαετή ομόλογα, ενώ τα επιτόκια των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) είναι της τάξης του 1%.
Ανύπαρκτη η λύση για το χρέος
Με βάση τη συμφωνία του 2015, την οποία υπέγραψε ο κ. Τσίπρας όταν πραγματοποίησε την οικονομική στροφή 180 μοιρών για να μείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, η αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου και τα σχετικά μεσομακροπρόθεσμα μέτρα θα ακολουθήσουν χρονικά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου.
Αφού ο κ. Τσίπρας υπέγραψε την καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, υποκρίνεται ότι θα επιβάλει την επιτάχυνση των σχετικών αποφάσεων και των μέτρων και έτσι θα φορέσει τη γραβάτα που υποτίθεται ότι σταμάτησε να φοράει για να φέρει στο προσκήνιο το θέμα του χρέους. Στην πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας δεν συνήθιζε να φοράει γραβάτα, ενώ διεκδίκησε και πήρε την εξουσία με στόχο να διαγράψει και όχι να αναδιαρθρώσει το χρέος.
Ο,τι και να λένε, πάντως, ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του, δεν υπάρχει σύνδεση, στην αντίληψη των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών, μεταξύ των πρόσθετων μέτρων που ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ τα οποία δέχτηκε η κυβέρνηση και της επιτάχυνσης των εξελίξεων στο ζήτημα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου.
Η θέση της Γερμανίας και των περισσότερων κρατών-μελών της ευρωζώνης παραμένει σαφής. Αναδιάρθρωση του χρέους μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου και χωρίς το λεγόμενο «κούρεμα».
Στην αρχή ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι θα επέβαλε την επιτάχυνση των εξελίξεων για το χρέος. Στη συνέχεια συνέδεσε, σε επίπεδο επικοινωνίας και προπαγάνδας, την εφαρμογή των νέων μέτρων με την άμεση αναδιάρθρωση-ρύθμιση του χρέους. Τώρα παραδέχεται ότι μπορεί να τον καλύπτει η πρόταση που διατυπώθηκε στο Eurogroup, σύμφωνα με την οποία όλα θα γίνουν βάσει του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος.
Ανύπαρκτη απομόνωση
Αναπόσπαστο κομμάτι της επικοινωνιακής, προπαγανδιστικής προσπάθειας της κυβέρνησης είναι η συνεχής προβολή της υποτιθέμενης πλήρους πολιτικής απομόνωσης του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, κ. Σόιμπλε, στο Eurogroup αλλά και στο εσωτερικό της πατρίδας του. Στην πραγματικότητα ο κ. Σόιμπλε ζει τον πολιτικό του θρίαμβο, με τους Γερμανούς να ετοιμάζονται να δώσουν την τέταρτη θητεία στην κυβέρνηση Μέρκελ στη βάση των εξαιρετικών επιδόσεων της γερμανικής οικονομίας, τη Γαλλία να προσεγγίζει μέσω του προέδρου Μακρόν την πολιτική της δημοσιονομικής αποτελεσματικότητας και των διαρθρωτικών αλλαγών που επέλεξε η Γερμανία προτού αναλάβει ο κ. Σόιμπλε το υπουργείο Οικονομικών και ο ίδιος εφαρμόζει με εντυπωσιακή επιτυχία. Την περασμένη Τετάρτη είχα την ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις για τις οικονομικές εξελίξεις με τον κ. Σόιμπλε, στο Βερολίνο, ως μέλος δεκαμελούς αποστολής ευρωβουλευτών, οι οποίοι συμμετέχουν στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα είναι ότι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας θεωρεί βέβαιη τη συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου τον Ιούνιο και πως το πρόβλημά του είναι με το ΔΝΤ και όχι με την ελληνική κυβέρνηση.
Οπως μου εξήγησε ο ίδιος, δυσκολεύεται να δεχτεί τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις των ειδικών του ΔΝΤ, βάσει των οποίων ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι μόλις 1% στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αύξηση του ΑΕΠ που θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Θεωρεί ότι η Ελλάδα αξίζει καλύτερη οικονομική τύχη και πως η ευρωζώνη δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μία διαχρονική ελληνική οικονομική αποτυχία.
Κάπως έτσι έπρεπε να σκέφτεται και η κυβέρνηση Τσίπρα, αντί να προσυπογράφει τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, εκτιμώντας ότι με αυτή την κουτοπόνηρη λογική θα φορτώσει ένα μέρος του ελληνικού χρέους στους Ευρωπαίους εταίρους.