Γεννήθηκε στον Πειραιά σε μια οικογένεια που αγαπούσε τον Θεό και τα βιβλία. «Στην Κατοχή δεν πηγαίναμε σχολείο. Από την Κυψέλη κατεβαίναμε στο σταθμό Λαρίσης για μαθήματα, σε ένα μικρό δωμάτιο που ήταν αποθήκη μπακαλιάρου. Πώς να παρακολουθήσεις εκεί μέσα αρχαία ελληνικά; Διαβάζαμε στα σπίτια από Ιούλιο Βερν μέχρι κοινωνικά δοκίμια, στην έναρξη μίας περιόδου έντονων αναζητήσεων», αφηγούνταν στον Κώστα Γιαννακίδη και τον Χρήστο Μπλέτα το μακρινό 2005 («Εψιλον» Ελευθεροτυπίας).
Εκείνο το νεαρό αγόρι που τον έπαιρνε ο ύπνος όταν τον έπαιρνε η μητέρα του στις ολονυκτίες, βρήκε γρήγορα τον δρόμο του επειδή εξίσου γρήγορα βρήκε την σωστή απάντηση: «Ένας καλύτερος κόσμος θα γεννηθεί, αν κάποιοι δουλέψουν». Και εργάστηκε σκληρά, αφιέρωσε την ζωή του για έναν καλύτερο κόσμο κυριολεκτικά, αφού η δράση του δεν γνώριζε γεωγραφικά σύνορα. Από την Αφρική μέχρι την Αλβανία έγινε ένας ιεραπόστολος των εθνών και των ανθρώπων.
Βαθιά μορφωμένος και καλλιεργημένος σπούδασε Θεολογία, Θρησκειολογία, Ιεραποστολική, Αφρικανολογία και Εθνολογία, μελέτησε τον Βουδισμό, τον Ταοισμό, τον Κομφουκιανισμό και το Ισλάμ. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά, διάβαζε λατινικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά, είχε γνώσεις ακόμα και σουαχίλι. Αλλά πάνω από όλα μιλούσε την γλώσσα της αγάπης και διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων.
Όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο του ανέθεσε την «εκ των ερειπίων αναστήλωση» της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας αφοσιώθηκε στην αποστολή με όλο του το είναι. Σε καιρούς ταραγμένους και δύσκολους, εν μέσω πολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων, κατάφερε όχι μόνο να γίνει γέφυρα ανάμεσα στους δύο λαούς αλλά και να κτίσει νέες. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας η οποία εκτός από την αναστήλωση και το κτίσιμο εκατοντάδων ναών και μοναστηριών, ανέπτυξε και φρόντισε σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, δρόμους, υδραγωγεία, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα βοηθώντας περισσότερους από 30.000 πρόσφυγες και το 2000 προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης. Την περίοδο της υγειονομικής κρίσης συμβούλευε με πραότητα και σοφία να ακούμε τους επιστήμονες και να «μένουμε σπίτι» αλλά χωρίς να ξεχνάμε εκείνους που είναι μόνοι. «Αυτός ο πρωτόγνωρος πόλεμος θα κερδηθεί με γενική, πανανθρώπινη επιστράτευση αλληλεγγύης», έλεγε και το πίστευε.
Αν έπρεπε να συμπυκνώσουμε κάπως το πέρασμα του Αναστασίου σε τούτη τη γη, ήταν ότι αγάπησε τον Θεό σε όλες τις μορφές Του. «Προσπάθησε να αγαπάς όλες τις εικόνες Μου, όλους τους ανθρώπους, που κινούνται γύρω σου, ιδιαίτερα όσους είναι αδικημένοι ή αναζητούν το Πρόσωπό Μου. Και τότε θα Με αγαπήσεις πιο πολύ».
Το κενό του μακαριστού Αρχιεπισκόπου είναι δυσαναπλήρωτο αλλά το φως που άφησε πίσω του, άσβεστο.
Ειδήσεις Σήμερα
- Ηφαίστειο Σαντορίνης: Τι συμβαίνει το τελευταίο διάστημα
- e-ΕΦΚΑ – ΔΥΠΑ: Ο «χάρτης» των πληρωμών έως τις 7 Φεβρουαρίου
- Ηράκλειο: Αρνητικά τα πρώτα τεστ για την εγκεφαλική λειτουργία του 3χρονου Άγγελου
- Νέο Ψυχικό: Συνελήφθη 48χρονος για τη δολοφονία του τοπογράφου
- Έβαλε τα κλάματα η Ρούλα Πισπιρίγκου: «Είχα κακή αντίδραση ως μάνα, αλλά όχι ευθύνη για την ανθρωποκτονία»
- Τέλος η πώληση αλκοόλ, καπνού και ηλεκτρονικού τσιγάρου σε ανήλικους – Τι αλλάζει στις χοροεσπερίδες – Ολα όσα συζητήθηκαν στο υπουργικό συμβούλιο