Από τότε παρακολουθώ την θεατρική της πορεία κι αν κάτι μπορούμε να πούμε είναι ότι η Κίρκη Καραλή δεν επιχειρεί να αναπαραστήσει κάτι μόνο επειδή το νιώθει. Αλλά και γιατί αντιλαμβάνεται τη θέση της στο θέατρο ως έναν θεματοφύλακα. Έχουν γραφτεί τόσα σπουδαία έργα.
Κάποια όμως δεν χρειάζονται απαραίτητα μια θέση. Χρειάζονται απλώς μια απεικόνιση. Ίσως γιατί έχουν τόσο ισχυρά νοήματα. Ή νοήματα που η προφανής τους πλευρά είναι αυτή που έχει ανάγκη να βγει στο προσκήνιο.
Αυτές τις μέρες παίζεται στο θέατρο Θησείον η παράσταση «24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας». Πρόκειται για ένα έργο του Στέφαν Τσβάιχ. Πρόκειται για ένα έργο που έρχεται να προστεθεί σε μια πορεία γυναικοκεντρική για την Κίρκη Καραλή.
Αυτή η παράσταση μας έδωσε μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε για πράγματα που αφορούν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, όπως αυτή φωτίζεται στο μυαλό και την καρδιά της Κίρκης.
– Πώς έγινε η επιλογή αυτού του έργου του Τσβάιχ για να το ανεβάσετε τώρα; Ήταν η πρώτη σου επαφή με το συγκεκριμένο έργο ή το είχες διαβάσει παλιότερα και ένιωσες ότι τώρα είναι η στιγμή για να πάρει θεατρική σάρκα και οστά;
To είχα διαβάσει πριν κάποια χρόνια, χωρίς σταματημό και όταν τελείωσα την ανάγνωση είχα μια αίσθηση αντίστοιχη με το να είχα δει ταινία. Μπορεί να είναι μια ιστορία κλασική, αντίστοιχη με πολλές άλλες ερωτικές, αλλά το ότι όλα συμβαίνουν μέσα σε 24 ώρες και ο τρόπος που χειρίζεται ο συγγραφέας το χρόνο, τις περιγραφές, τις ψυχικές διακυμάνσεις, τις ανατροπές και τους ήρωές του, προσωπικά, με συγκίνησαν και μου δημιούργησαν την ανάγκη να ζωντανέψω αυτή την ιστορία στη σκηνή.
– Τι θα έβαζε η Κίρκη Καραλή στο 24ωρο μιας γυναίκας αν ξέφευγες από το πλαίσιο του Τσβάιχ;
Θα κρατούσα απ’ τον Τσβάιχ το κοσμοπολίτικο κλίμα, την παθιασμένη ερωτική νύχτα, τη βόλτα στη θάλασσα με άμαξα κι όλη τη διαδρομή από το «μωρέ λες,…;» μέχρι το «ναι! ναι! θέλω σαν τρελή!».
Το ιδανικό σενάριο ενός γυναικείου 24ώρου διαδραματίζεται στη θάλασσα, μέσα της ή πλάι της. Η θερμοκρασία είναι γύρω στους 28 βαθμούς Κελσίου, φυσάει ελαφρά, φοράς ψάθινο καπέλο και αντηλιακό, έχεις καλή παρέα, βιβλία, έναν σκύλο που κάνει χαζομάρες, φυσικούς χυμούς, κλειστό τηλέφωνο, καμία μουσική από beach bar, κανένα μπαλάκι και καμία ρακέτα.
Στο ρεαλιστικό σενάριο θα έβαζα ξυπνητήρια που χτυπάνε ασταμάτητα, ένα σπίτι που πρέπει να καθαρίσεις, τρεις-πέντε δουλειές που τρέχεις να προλάβεις χωρίς διακοπές και αργίες, γκρίνιες και παράπονα από συγγενείς και φίλους, ένα μωρό που κλαίει, σακούλες σούπερ μάρκετ που είναι βαριές και σε πονάει κι η μέση σου, κάτι τακούνια που σε χτυπάνε, χαζά μηνύματα στο facebook, πολλές απαιτήσεις απ’ τους άλλους και τον εαυτό σου, κι άλλα τέτοια αγχωτικά.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
– Έχω την αίσθηση ότι περισσότερο από έναν κόσμο θυματοποίησης της γυναίκας, ζούμε σε έναν κόσμο αυτοθυματοποίησης της. Δηλαδή η γυναίκα, για κάποιο λόγο αρνείται να βγάλει πρώτιστα η ίδια τον εαυτό της απ΄αυτή τη θέση. Πώς πιστεύεις ότι επιδρά η τέχνη και έργα όπως αυτό για να διαμορφώσουν αλλιώς τα δεδομένα;
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου έργου, η δική μας γυναίκα δειλιάζει στην αρχή ακόμη και να εξομολογηθεί μια εμπειρία που έζησε και τη σημάδεψε πριν 20 χρόνια, φοβούμενη ότι θα εισπράξει την κατακραυγή για τις “ανηθικότητες” που διέπραξε. Φοβάται να πει ότι παρασύρθηκε, ότι ερωτεύτηκε, ότι τόλμησε να ζήσει πέρα από τα όρια της ηθικής της εποχής της.
Γενικά, νομίζω, ότι η τέχνη ποτέ δεν σε προτρέπει να “μην κάνεις κάτι”, εκτός αν είναι τέχνη διδακτική ή προπαγανδιστική, οπότε και δεν ανήκει σίγουρα ούτε σ’ αυτό που λέμε υψηλή, ούτε στη διαχρονική τέχνη. Η τέχνη πάντα σε προτρέπει να δοκιμάσεις κάτι, να το τολμήσεις, να εκφράσεις τον βαθύτερο εαυτό σου, τους φόβους και τα πάθη σου.
Κι ακόμη κι αν τα κάνεις μπάχαλο, πάλι η τέχνη θα είναι εκεί για να σε λυτρώσει με κάποιον τρόπο, να σου φροντίσει τις πληγές, να σε παρηγορήσει. Δεν ξέρω αν στην εποχή μας επιλέγουν να είναι θύματα οι γυναίκες ή οι άντρες, έχει να κάνει περισσότερο με τις προσωπικότητες που γαλουχεί η νέα εποχή, παρά με τα φύλα αυτά καθαυτά.
– Διαβάζω στο δελτίο τύπου ότι ο πόνος θα υποχωρεί πάντα μπροστά στη δίψα για ζωή. Είναι τελικά αντιτιθέμενα αυτά τα δύο ή μήπως το ένα τροφοδοτεί το άλλο;
Αυτό ισχυρίζεται ο Τσβάιχ. Ότι η ζωή, το ένστικτό της, πάντα στο τέλος κερδίζει. Κι ότι ο πόνος μπορεί να είναι μια ισχυρή κατάσταση, αλλά είναι πάντα παροδική. Δεν ξέρω πώς μπορεί να είναι μια ζωή δίχως καθόλου πόνο ή πως είναι ένας διαρκής πόνος χωρίς καθόλου το φως της ζωής.
Νομίζω πως είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε με φως και σκοτάδι μαζί, απασχολούμενοι με τις δοσολογίες σε καθημερινή βάση, σαν τους χημικούς στα εργαστήριά τους. Ως εκ τούτου, μάλλον, φαντάζομαι, υποθέτω, το ένα τροφοδοτεί το άλλο.
– Σε κάθε περίπτωση, ευσταθούν έννοιες νικητή και χαμένου όταν μιλάμε για τον πόνο;
Μπα… Μάλλον όποιος προκαλεί πόνο, την ίδια ένταση πόνου εισπράττει ή έχει εισπράξει στο παρελθόν κι εκτονώνει τώρα αυτός. Δεν είσαι ευτυχισμένος νικητής όταν τον προκαλείς κι ούτε είναι οπωσδήποτε χαμένος αυτός που τον εισπράττει. Ίσα ίσα, μπορεί να καταλήξει πολύ δυνατότερος και εν τέλει ισχυρότερος αντίπαλος στο μέλλον αυτός ο προσωρινά χαμένος.
– Ένα άλλο κομμάτι του συγκεκριμένου έργου είναι η συνθήκη της ενοχής. Οι άνθρωποι γεμίζουμε εύκολα με τύψεις. Κάποιοι καταφέρνουν να το πνίξουν εντελώς, οι περισσότεροι όμως βλέπουν την ενοχή να τους ανοίγει μια τεράστια τρύπα μέσα τους. Μια τρύπα που ρουφάει κάθε έννοια απόλαυσης. Πώς αντιστέκεται ή έστω πορεύεται ειρηνικά με την ενοχή ο άνθρωπος;
Μακάρι να ‘ξερα. Μάλλον η λύση είναι να συμφιλιώνεσαι με τις δυνάμεις του εαυτού σου ανά πάσα στιγμή. Τόσα μπόρεσα, τόσα έκανα ή τόσο άντεξα, τόσο αντιστάθηκα. Αυτή νομίζω είναι η σκέψη που μπορεί να απαλύνει τις ενοχές κι ίσως μακροπρόθεσμα τις σβήσει. Οι ενοχές, μάλλον, δημιουργούνται εξαιτίας της ψεύτικης εικόνας που έχουμε -ή επιθυμούμε- για τον εαυτό μας. Εξαιτίας της μη συμφιλίωσης με την εσωτερική πραγματικότητά μας γεννιούνται κι αν δεν τις κάνεις κάτι, μένουν τραύματα ανοιχτά.
– Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι το ανέβασμα κάθε παράστασης αποκτά κι ένα νόημα αυτόνομα μέσα στον κάθε μετέχοντα. Εσύ που το σκηνοθετείς προλαβαίνεις να εκτιμήσεις και να τοποθετήσεις κάπου το κάθε έργο τη στιγμή που γίνεται ή είναι ερωτήσεις σαν κι αυτή που σε θέτουν σε σκέψη γι΄αυτό;
Όταν ανεβαίνει η παράσταση και τη βλέπω ολοκληρωμένη, τότε καταλαβαίνω κι εγώ τι ακριβώς ήθελα να πω. Μοιάζει λίγο σαν ψυχοθεραπευτική αυτή η διαδικασία. Σίγουρα, ερωτήσεις σαν κι αυτή, με βάζουν σε πιο εξονυχιστική διαδικασία. Αλλά ήδη με το ανέβασμα, καταλαβαίνω διάφορα πράγματα για μένα, τα οποία ασυνείδητα μπήκαν στις πρόβες και ενσωματώθηκαν στο τελικό αποτέλεσμα.
Σε εντελώς προσωπικό επίπεδο κι όταν το έργο είναι δική μου επιλογή, όπως οι «24 ώρες μιας γυναίκας», μέσα στις παραστάσεις καταλαβαίνω τα μικροπράγματα που με κέντρισαν στην πρώτη ανάγνωση και θέλοντας μάλλον να καταλάβω εμένα, ασχολήθηκα με το να τα διαχειριστώ πάνω σε άλλους…
– Έχοντας κάνει άλλες δύο παραστάσεις στο πρόσφατο παρελθόν με μοναδικό επίκεντρο μια γυναίκα (Μαρί Κιουρί, Γκάμπι), αλλά και τον Καιρό των Χρυσάνθεμων που περιστρέφεται γύρω από μια γυναίκα, νιώθεις να ακολουθείς μια εξελικτική θεατρική πορεία ως προς αυτό το μοτίβο; Είναι δηλαδή ένα ακόμα τούβλο που προσθέτεις στο κτίριο των επιθυμιών σου ή απλώς κάτι που τυχαίνει;
Σε σχέση με τις γυναίκες στα τελευταία έργα που με απασχόλησαν, σκεφτόμουν, πως αν τις έβαζα σε κουτάκια, θα έλεγα ότι:
Η Γκάμπυ ήταν μια γυναίκα “κοινή”, σχεδόν του περιθωρίου, που δεν έχεις, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον τίποτα σπουδαίο να βρεις να πεις για εκείνη κι ίσως και καμία ευαισθησία να περιμένεις.
Η Κιουρί ήταν μια γυναίκα παγκόσμια, σπουδαία, πρωτοπόρος, που σχεδόν είχες ξεχάσει ή δεν φανταζόσουν πως είναι μάνα, σύζυγος, κόρη, ερωμένη, παρά μόνο επιστήμων, ψυχρή και σκληρή.
Η Κυρία Κ., του Τσβάιχ, είναι μια οποιαδήποτε, της “καθωσπρέπει” τάξης βέβαια, της άτολμης, της όχι και τόσο συνδεδεμένης με τα πάθη και τα αληθινά θέλω της. Στις τρεις αυτές γυναίκες, προσπάθησα να δω την ανάποδη του ρούχου τους και να τις δείξω χωρίς στερεότυπα. Αυτή η τριπλέτα δεν προέκυψε συνειδητά. Και θα ήθελα να έρθουν κι άλλες.
Ταυτότητα Παράστασης:
Συγγραφέας: Στέφαν Τσβάιχ
Μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης
Εκδόσεις ΡΟΕΣ
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Κίρκη Καραλή
Σκηνογραφία – Ενδυματολογία: Άση Δημητρολοπούλου
Κινησιολογία: Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Μουσικη: Αντώνης Παπακωνσταντίνου
Φωτισμοί: Άλεξ Αλεξάνδρου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ολυμπία Σκορδίλη
Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις: Brainco S.A.
Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Βίντεο: Ειρήνη Στείρου
Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Παπαγεωργίου
Οργάνωση – Παραγωγή: Τέχνης Πολιτεία
Συμπαραγωγή: ΔΗ.ΚΕ.ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών
Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού
Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες, Τουρναβίτου 7, Kάθε Τετάρτη & Κυριακή ώρα 5 μ.μ.
Πέμπτη & Παρασκευή ώρα 6.45 μ.μ. έως Κυριακή 21/4/2019, Διάρκεια:85 λεπτά