Η 9η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού (9 Φεβρουαρίου του 1857), θα αναγνωρίζεται ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, ημέρα αφιερωμένη στην ελληνική γλώσσα και την αδιαμφισβήτητη επιρροή της στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. «Ιστορική μέρα για την ελληνική γλώσσα» χαρακτήρισε τη χθεσινή, στον «Ε.Τ.», ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UNESCO, Γεώργιος Κουμουτσάκος, ο οποίος μας εξήγησε ότι με την υποστήριξη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεκίνησε η προσπάθεια αυτή πριν από περίπου έξι μήνες και με συστηματική και επίμονη δουλειά ολοκληρώθηκε το όλο εγχείρημα, παρά τις πολλές δυσκολίες του.
Οπως επεσήμανε ο κ. Κουμουτσάκος, «η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας είναι μια διεθνής αναγνώριση της μεγάλης συνεισφοράς της ελληνικής γλώσσας στην πορεία της Ιστορίας και του παγκόσμιου πολιτισμού. Στην ουσία, χωρίς υπερβολή, η καθιέρωση αυτής της παγκόσμιας ημέρας αποτελεί τομή στη διαδρομή της ελληνικής γλώσσας». Με την απόφαση του Συμβουλίου του διεθνούς οργανισμού, η οποία θα τεθεί προς έγκριση τυπικά στη Γενική Συνέλευση, κατά την 43η συνεδρίασή της, αναγνωρίζεται ουσιαστικά η εξέχουσα οικουμενική αξία της ελληνικής γλώσσας.
Συγκεκριμένα, το σκεπτικό της απόφασης αναπτύσσει αναλυτικά τη διαχρονία των ποιοτήτων της ελληνικής γλώσσας. «Η γλώσσα είναι φορέας πολιτισμού, κιβωτός αξιών, εννοιών, ταυτότητας, όργανο έκφρασης και δημιουργίας, και γέφυρα επικοινωνίας, κατανόησης και συνεννόησης», σημειώνεται στο σχετικό κείμενο και υπογραμμίζεται πως μεταξύ των χιλιάδων γλωσσών του κόσμου, η ελληνική συνδυάζει τέσσερα ιδιαιτέρως σημαντικά χαρακτηριστικά: Πρώτον, «την αδιάσπαστη συνέχεια 40 αιώνων προφορικής παράδοσης και 35 αιώνων γραπτής παράδοσης, εάν λάβουμε υπόψη τη γραμμική γραφή Β’, ή τουλάχιστον 28 αιώνες γραπτής παράδοσης, εάν περιοριστούμε στην αλφαβητική γραφή, γεγονός που καθιστά τα ελληνικά την πιο μακροχρόνια, αδιάκοπα ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα στην Ευρώπη».
Δεύτερον, αναφέρει τη «μοναδική καλλιέργεια ως γλώσσα (λεξιλόγιο, γραμματική και σύνταξη), λόγω της χρήσης της από απαράμιλλες ιστορικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας, της ποίησης, του θεάτρου, της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της επιστήμης, όπως ο Ομηρος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Αισχύλος, ο Θουκυδίδης, ο Ιπποκράτης, ο Αρχιμήδης και οι Πατέρες της Εκκλησίας». Τρίτον, την «ευρεία παρουσία σε πολλές γλώσσες, καθώς, διαχρονικά, η ελληνική έχει αποτελέσει μία από τις σημαντικότερες γλώσσες ως προς την επίδρασή της σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και, δι’ αυτών, ευρύτερα στον κόσμο των γλωσσών». Τέταρτον, σημειώνεται ότι «η ελληνική γλώσσα ήταν και παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξάντλητη πηγή της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας, ιδιαίτερα στην Ιατρική, καθώς και στα Μαθηματικά, στη Φυσική, στη Χημεία, στη Μηχανική, στην Αστρονομία, στην Κβαντομηχανική, στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες».
Επίσης, μνημονεύεται πως «η ανακάλυψη του αλφαβήτου πριν από 2.800 χρόνια αντιπροσωπεύει μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση, που επηρέασε καθοριστικά τον ρου του ανθρώπινου πολιτισμού και της Ιστορίας», ενώ υπογραμμίζεται πως στη «μετακλασική ελληνιστική περίοδο, η ελληνική υπήρξε για έξι ολόκληρους αιώνες η πρώτη διεθνής γλώσσα, γλώσσα συναλλαγών πολλών λαών (lingua franca) και, συγχρόνως γλώσσα πολιτισμική (kultursprache)». Αιτιολογώντας την απόφαση, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, κι «ο ηλεκτρονικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας (Thesaurus Linguae Graecae – TLG), ο οποίος περιλαμβάνει κείμενα γραμμένα στην ελληνική γλώσσα από τον Ομηρο έως τους ιστορικούς του 15ου αιώνα, αριθμεί 12.000 ελληνικά κείμενα τεσσάρων χιλιάδων συγγραφέων, που περιλαμβάνουν 105.000.000 λέξεις (σε όλους τους τύπους λέξεων που εμφανίζονται στα κείμενα)».
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΟΙΤΙΔΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το σημείο που υπογραμμίζεται πως «ως γλωσσική κοιτίδα των βασικών εννοιών του πολιτισμού, της επιστήμης και της φιλοσοφίας, η ελληνική γλώσσα κατέχει, με ιστορικά και αντικειμενικά κριτήρια, ξεχωριστή θέση μεταξύ των γλωσσών του κόσμου». Το Εκτελεστικό Συμβούλιο της UNESCO σημειώνει, επίσης, ότι «η συνειδητοποίηση της φωνολογικής δομής της ελληνικής γλώσσας οδήγησε τους Ελληνες του 8ου αιώνα π.Χ. στην καινοτόμο αξιοποίηση του συμφωνικού αλφαβήτου των Φοινίκων με την επινόηση του αλφαβήτου, επιτυγχάνοντας έτσι τη δημιουργία ενός νέου φωνηεντικού αλφαβήτου μέσω της μετάβασης από ένα σύστημα γραφής βασισμένο σε συμφωνικά γράμματα σε ένα σύστημα στο οποίο κάθε ήχος, κάθε φώνημα εκπροσωπείται από ένα γράμμα».