Πρόκειται για το τρίτο στη σειρά αστυνομικό μυθιστόρημα του Γρηγόρη Αζαριάδη, του συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, που κατά τον Πέτρο Μάρκαρη «αποτελεί μια πολύ ζωντανή φωνή στον χώρο του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Και με τα μυθιστορήματά του, που επικεντρώνονται στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και με την αρθρογραφία του για το αστυνομικό μυθιστόρημα, έχει μια σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη και τη διάδοση του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος».
Πώς προέκυψε η επανέκδοση του μυθιστορήματος «Το μοτίβο του δολοφόνου»;
Η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «Το μοτίβο του δολοφόνου» έγινε το 2015 από τις εκδόσεις του αείμνηστου Σάμη Γαβριηλίδη, του εκδότη που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον εκδοτικό χώρο. Το τιράζ ήταν περιορισμένο και το βιβλίο γρήγορα εξαντλήθηκε. Οταν έγινε ευρύτερα γνωστό το θέμα του για την αντιμετώπιση ενός serial killer, που κυκλοφορεί και σπέρνει πτώματα στους δρόμους της Αθήνας, πολλοί αναγνώστες το αναζήτησαν, αλλά δεν μπορούσαν να το βρουν. Αρκετοί επικοινώνησαν και μαζί μου μέσω των social media. Ετσι, ο Χάρης Νικολακάκης, εκδότης των «BELL», αποφάσισε να προχωρήσουμε στην επανέκδοση του βιβλίου για να δώσουμε την ευκαιρία στους εραστές του είδους να το αποκτήσουν.
Σε ποιο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας θα μπορούσατε να εντάξετε το μυθιστόρημα «Το μοτίβο του δολοφόνου»;
Πρόκειται για ένα κλασικό police procedural, ένα μυθιστόρημα που ακολουθεί, όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται, τις αστυνομικές διαδικασίες. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όλα ξεκινούν από το ερώτημα: «Αν είχαμε σήμερα μια υπόθεση ενός serial killer, που δολοφονεί κατ’ εξακολούθησιν, με ποιον τρόπο θα το αντιμετωπίζαμε;». Από την πρώτη στιγμή, από την ανακάλυψη του πρώτου πτώματος από το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής, ποιες θα ήταν οι ενέργειες που θα οδηγούσαν στην εξιχνίαση της υπόθεσης και την ανακάλυψη του δολοφόνου. Κι έτσι ακριβώς γίνεται στο βιβλίο, όπου ο αναγνώστης μπορεί να «δει πίσω από τους τοίχους» τον τρόπο και τις μεθόδους που ακολουθεί η Αστυνομία σε τόσο σκληρές υποθέσεις.
Πόσο σημαντική ήταν η έρευνα που χρειάστηκε για τη συγγραφή του βιβλίου;
Η έρευνα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Χρειάστηκε να μιλήσω πολλές φορές με μια ομάδα ανθρώπων, ειδικών σε πολλούς τομείς, για να επιτευχθεί ο στόχος της ρεαλιστικής απεικόνισης μιας σκληρής και ζοφερής ιστορίας. Από αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής, καθηγητές Εγκληματολογίας, ψυχολόγους και ψυχιάτρους με εμπειρία στο profiling, ακόμα και με ιατροδικαστή! Είπαμε όλα στον βωμό της ρεαλιστικότητας! Ηταν τέτοια η διάρκεια και η ένταση της έρευνας, που η πίεσή μου εκτοξεύτηκε σε δυσθεώρητα ύψη και χρειάστηκε να κάνω ένα διάλειμμα τριών μηνών στη συγγραφή, γιατί ο κίνδυνος για την υγεία μου ήταν σοβαρός.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Υπάρχουν αναφορές για την περίφημη θεωρία του profiling, που χρησιμοποιούν οι ερευνητές του FBI;
Αν θέλεις να δώσεις μια πραγματολογική βάση σε μια υπόθεση serial killer και στον τρόπο που την αντιμετωπίζει η Αστυνομία, δεν μπορείς να μην αναφερθείς στη θεωρία του profiling, στην οποία τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξαν οι Ressler και Douglas, οι πρωτοπόροι ερευνητές του FBI, οι οποίοι πήραν συνεντεύξεις από περίπου χίλιους serial killers, που κρατούνταν σε φυλακές. Στόχος να δημιουργήσουν μια βάση δεδομένων για να μπορέσουν να προχωρήσουν στην ψυχολογική σκιαγράφηση, στο «ψυχολογικό προφίλ» αυτών των δολοφόνων. Να διερευνήσουν γενεσιουργούς αιτίες, όπως κακοποίηση σε παιδική ηλικία, απόρριψη κ.λπ., και να δώσουν κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, που αποτελούν σημάδια για τη μελλοντική εγκληματική συμπεριφορά αυτών των διαταραγμένων εγκεφάλων, όπως ενούρηση κατά την παιδική ηλικία, πυρομανία, βασανισμός ζώων κ.λπ.
Πιστεύετε ότι υπάρχει στενή σύνδεση του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος με τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα;
Εδώ και αρκετά χρόνια χρησιμοποιώ τον όρο «κοινωνικοαστυνομικό» μυθιστόρημα. Μία λέξη μόνο. Ολοι οι σύγχρονοι συγγραφείς, με πρώτο τον πατριάρχη της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, Πέτρο Μάρκαρη, υποστηρίζουν ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας. Πραγματικά, θεωρώ ότι χρησιμοποιώντας την αστυνομική πλοκή σε πρώτο επίπεδο, ο αστυνομικός συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αναφερθεί, να σχολιάσει και γενικότερα να εκφράσει τη δική του άποψη πάνω στα σημαντικά θέματα που απασχολούν τη σημερινή κοινωνία. Οικονομική κρίση, φτώχεια και ανεργία, διαφθορά και διαπλοκή, δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος, ναρκωτικά, πορνεία και κακοποίηση γυναικών είναι μερικά μόνο από αυτά, καθώς, δυστυχώς, ο κατάλογος είναι μακρύς και περιέχει πολλά ακόμα ζοφερά θέματα.
Ποια είναι η θέση των Ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας συγκριτικά με τους ξένους ομοτέχνους τους;
Πιστεύω ακράδαντα ότι ο Ελληνας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον ξένο ομότεχνό του. Προσοχή, μιλώντας πάντα για τον μέσο όρο! Οπως δεν συγκρίνω τον Φορτούνη με τον Μέσι ή τον Ρονάλντο, αλλά με τον μέσο αξιόλογο ξένο ποδοσφαιριστή, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους συγγραφείς. Ναι, δεν έχουμε Σιμενόν ή Μανσέτ ή Σγιεβάλ – Βαλέε στη χώρα μας, αλλά έχουμε αρκετούς συγγραφείς, που με την κατάλληλη κρατική υποστήριξη και το αντίστοιχο μάρκετινγκ, π.χ. των Σκανδιναβών συγγραφέων, μπορούν να συγκριθούν χωρίς κανένα πρόβλημα με πολλούς Ευρωπαίους και να έχουν μια αξιοπρόσεκτη καριέρα στις ευρωπαϊκές χώρες.
Δύο παράγοντες που μπορούν να συντελέσουν στην καλύτερη πορεία των έργων των Ελλήνων αστυνομικών συγγραφέων είναι οι ακόλουθοι: Πρώτον, η μετάλλαξη της αναγνωστικής συμπεριφοράς των Ελλήνων αναγνωστών, που κακώς, κατά την άποψή μου, θεωρούν τα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα υποδεέστερα των αντίστοιχων ξένων. Μια ξενομανία, που βασίζεται σε κάποια μεταφυσική σχεδόν αρχή ότι «το ξένο είναι το καλύτερο». Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει για τα αυτοκίνητα, αλλά όχι και για τα βιβλία. Δεύτερον, η ενεργοποίηση της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) με στόχο την προώθηση της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Η νέα γενιά των πραγματικά αξιόλογων Ελλήνων συγγραφέων αποτελεί την ελπίδα μας ότι θα φανεί ιδιαίτερα δραστήρια σε αυτόν τον τομέα, πάντα όμως με την προϋπόθεση της ισχυρής στήριξης των αρμόδιων κρατικών φορέων.