Ο «Ε.Τ.» της Κυριακής επικοινώνησε με τον επικεφαλής φωτογράφο στην Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ) του υπουργείου Πολιτισμού, Σωκράτη Μαυρομμάτη, που από το 1978 και για τρεις δεκαετίες κοντά στον αείμνηστο αναστηλωτή, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Χαράλαμπο Μπούρα (το όνομά του ταυτίστηκε με την αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης), αιχμαλώτισε στιγμές από τα έργα στον μείζονα αρχαιολογικό χώρο με τεράστιας σημασίας συμβολικό χαρακτήρα και μείζονα τουριστικό πόλο, δημιουργώντας παράλληλα με τις φωτογραφικές λήψεις του ένα πολύπτυχο πεδίο μελέτης τόσο για την προστασία του μνημείου όσο και για την προσβασιμότητα και την ανάδειξη της αυθεντικότητας της μορφής του.
Στο κέντρο της συζήτησης, οι ιστορικές φωτογραφικές λήψεις του Παρθενώνα, η Ακρόπολη σήμερα, τα Γλυπτά του Παρθενώνα που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο, τα οποία έχει φωτογραφίσει, αλλά και η φωτογράφιση αρχαιολογικών χώρων και ευρημάτων που ξεκίνησε το 1850 και εν συνεχεία διαμόρφωσε την αρχαιολογική φωτογραφία σαν έναν αυτόνοµο και συνεχώς εξελισσόμενο κλάδο!
Συνύπαρξη
«Οταν μιλάμε για αρχαιολογική φωτογραφία, εννοούμε την εφαρμοσμένη φωτογραφία τεκμηρίωσης αρχαιολογικών ευρημάτων, αρχαιολογικών χώρων και μνημείων» σημειώνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο πολύπειρος φωτογράφος αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, Σωκράτης Μαυρομμάτης, με πλειάδα εκθέσεων και εκδόσεων στη μακρά θητεία του και μας εξηγεί: «Η αρχαιολογική φωτογραφία συνοδεύει την επιστημονική μελέτη ως πιστοποίηση του λόγου και απεικόνιση των αποδείξεων, των επιχειρημάτων και των ερμηνειών. Ταυτόχρονα καταγράφει την κατάσταση των πραγμάτων σε μια δεδομένη στιγμή και αποτελεί το πιο πειστικό σχετικά στοιχείο προς σύγκριση αργότερα. Η αρχαιολογική φωτογραφία σε επαφή με το μη εξειδικευμένο κοινό εξηγεί με εικονογραφικό τρόπο όλα αυτά που μοιάζουν δυσνόητα στο κείμενο και συμπληρώνει τις εικαστικές προσεγγίσεις αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, με επιπλέον πληροφορίες. Οποτε αυτές οι δύο ιδιότητες, η τεκμηρίωση και η εικαστική πρόθεση, συνυπάρχουν στην ίδια φωτογραφία, το αποτέλεσμα νομίζω πως είναι εξίσου ελκυστικό για όλους», ενώ οι τοπιογραφίες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, τα τοπία δηλαδή όπου απεικονίζονται μνημεία ή κατάλοιπα μνημείων, είναι μία διαφορετική κατηγορία. Οταν του ζητάμε να ξεχωρίσει μερικά από τα «κλικ» που αφηγούνται 2.500 χρόνων Ιστορία, εκείνος απαντάει: «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αριθμό, αλλά οι στιγμές του απόλυτου δέους είναι εκείνες που η αποσυναρμολόγηση τμημάτων των κτιρίων αποκαλύπτει στοιχεία αόρατα επί 25 αιώνες, από την εποχή της κατασκευής τους!».
Η χρονική στιγμή που ξεκίνησαν τα έργα στην Ακρόπολη βρήκε τον κ. Μαυρομμάτη αρκετά εκπαιδευμένο και σχετικά ώριμο για να μπορέσει, όπως λέει, να παρακολουθήσει τη μεγάλη επέμβαση στα μνημεία. «Ολα οφείλονται στην τυχαιότητα και στη χρονική σύμπτωση. Από το 1978 σχεδιάσαμε τους τρόπους και τις μεθόδους για τη φωτογραφική τεκμηρίωση των έργων. Η υπάρχουσα διεθνώς τεχνογνωσία για κλασικά μνημεία ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και επομένως έπρεπε να σχεδιαστούν νέες μέθοδοι προσαρμοσμένες στα κλασικά μνημεία και ιδιαιτέρως σε αυτά της Ακρόπολης. Ο στόχος από την αρχή του σχεδιασμού με την ένθερμη συμφωνία και προτροπή του αξέχαστου προέδρου της ΕΣΜΑ καθηγητή Χαράλαμπου Μπούρα, τονίζει ο κ. Μαυρομμάτης, ήταν «οι φωτογραφίες να συνδυάζουν την τεκμηρίωση με την εικαστική προσέγγιση. Στον βαθμό που αυτό τηρήθηκε, είχε σαν αποτέλεσμα εικόνες με πολλές αναγνώσεις που κατάφερναν να μιλάνε και στο ευρύτερο κοινό». Οσο για τις αλλαγές που έχουν προκύψει, με δεδομένο τον σχεδιασμό της φωτογραφικής τεκμηρίωσης από την αρχή, περιορίζονται στις νέες δυνατότητες που παρέχει η εξέλιξη της φωτογραφικής τεχνολογίας.
Η «βέλτιστη δυνατή όψη/γωνία»
Οι τρόποι είναι δοκιμασμένοι και απλώς προσαρμόζονται στις διαφορετικές ανάγκες καταγραφής. Στην ιστορία της αρχαιολογικής φωτογραφίας η πρώτη επιλογή ήταν πάντα η «βέλτιστη δυνατή όψη/γωνία». Οσο για την αναζήτηση της βέλτιστης όψης, ο διακεκριμένος και πολύπειρος φωτογράφος σημειώνει: «Επαναλαμβάνεται υποχρεωτικά σχεδόν από όλους τους φωτογράφους, σε όλα τα εμβληματικά μνημεία και σε όλα τα τοπόσημα, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Εάν υπάρχει περιθώριο για περισσότερες εικόνες, οι επιλογές, οι τρόποι, οι προσεγγίσεις και οι πειραματισμοί συνιστούν μια λίστα πρακτικά ατελείωτη».
Στο προσωπικό αρχείο του κ. Μαυρομμάτη, το 1979, όταν ξεκίνησε να «αιχμαλωτίζει» ευρήματα και μυστικά του Ιερού Βράχου, αλλά κι από το αρχείο της αναστήλωσης, τα κλικ δεν είναι πολλά… «Η αρχή που ακολουθώ προσωπικά αλλά ακολουθούμε και στα έργα, συνοψίζεται στο λίγες φωτογραφίες, με πολλές πληροφορίες. Ο μεγάλος αριθμός φωτογραφιών καθιστά την αρχειοθέτηση δύσκολη και τα αρχεία δύσχρηστα, που σε κάποιες ακραίες (αλλά συνηθισμένες στην ψηφιακή εποχή) περιπτώσεις, σχεδόν τα ακυρώνουν. Η ύπαρξη χιλιάδων φλύαρων εικόνων είναι πρακτικά μη διαχειρίσιμη. Οι πολλές φωτογραφίες για να περιγραφεί ένα θέμα είναι επίσης εμπόδιο στις εκδόσεις, που ο αριθμός φυσικά των εικόνων δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένος. Επομένως αντί για μία πληροφορία ανά εικόνα, η υποχρεωτική επιλογή είναι περισσότερες πληροφορίες ανά εικόνα. Αυτό απαιτεί σχεδιασμό, προμελέτη, κανόνες και υπομονή, προκειμένου μέσα σε λίγες φωτογραφίες να χωρέσεις όλες τις πληροφορίες που απαιτούν η παρουσίαση και η δημοσίευση».
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Αλήθειες και ψέματα
Με αφορμή τη φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν από περίπου ένα μήνα κατά τη βραδινή συντήρηση του ανελκυστήρα ΑΜΕΑ στην Ακρόπολη και τα σχόλια που δημιούργησαν μια διαφορετική εικόνα από εκείνη που το ΥΠΠΟΑ απέδωσε, τελικά μια «φωτογραφία» μπορεί να παραπλανήσει τον θεατή; «Φυσικά», απαντάει ο Σωκράτης Μαυρομμάτης, «όσο αλήθεια μπορεί να πει μια φωτογραφία, άλλο τόσο μπορεί να πει και ψέματα. Αυτή η πραγματικότητα παραπλάνησης και εξαπάτησης συνοδεύει τη φωτογραφία από τη γέννησή της. Στην περίπτωση του φωτισμού συντήρησης του ανελκυστήρα, υπήρξε μία ακόμη κακόβουλη απόπειρα αντιπολιτευτικού τύπου που ως συνήθως χρησιμοποιεί τα μνημεία και τα έργα για να πλήξει συγκεκριμένους ανθρώπους. Εγγραφο με λεπτομερή αναφορά στον φωτισμό συντήρησης του ανελκυστήρα είχε σταλεί στο κλαδικό συνδικαλιστικό όργανο. Παρόλο που γνώριζαν την αλήθεια, οι επικεφαλής προσπάθησαν να εξαπατήσουν τους οπαδούς τους. Συνηθισμένη πρακτική τον τελευταίο καιρό, εις βάρος των μνημείων».
Οι εργασίες και η φροντίδα
«Η εικόνα της Ακρόπολης εδώ και 40 χρόνια είναι εργοταξιακή» υπογραμμίζει ο κ. Μαυρομμάτης και εξηγεί: «Τα μνημεία είναι ανάμεσα σε ένα δάσος ικριωμάτων, γερανών και εργαστηρίων. Μία εικόνα που θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την αρχική εποχή της κατασκευής τους. Φυσικά υπάρχει αναστάτωση, αλλά αν συνυπολογίσουμε την απόλυτη αναγκαιότητα των επεμβάσεων με τη σπανιότητα της παρακολούθησης από το κοινό της μοναδικής αυτής σωτήριας επέμβασης, η εικόνα μάλλον εντυπωσιάζει». Οσο για τη φροντίδα του χώρου της Ακρόπολης και των μνημείων της επισημαίνει ότι «υποχρέωση της πολιτείας διά των φορέων της είναι η φροντίδα του χώρου και των μνημείων.
Τα τελευταία 45 χρόνια, από το 1975 που δημιουργήθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ), οι εργασίες αποφασίζονται για πρώτη φορά από διεπιστημονική επιτροπή που εξετάζει τις προτάσεις των ειδικών μελετητών της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ) και εγκρίνει ή παραπέμπει τις μελέτες για επανεξέταση. Ο,τι εγκρίνεται από την ΕΣΜΑ πηγαίνει στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) και εάν εγκριθεί, ξεκινά η υπηρεσία την υλοποίηση της μελέτης. Αυτό επί 45 χρόνια έχει δημιουργήσει ένα πρότυπο που έχει γίνει κανόνας στις αναστηλώσεις στη χώρα μας και τα αποτελέσματά του έχουν τύχει θερμής υποδοχής σε όλα τα διεθνή συνέδρια που διοργανώνει η ΕΣΜΑ».
Στο Βρετανικό Μουσείο
Η ματιά του ταξίδεψε και στο Βρετανικό Μουσείο… «Οι επισκέψεις μου στο Βρετανικό Μουσείο αρχίζουν το 1974 και είναι πολλές μέχρι το 1999 που μπόρεσα να φωτογραφίσω το σύνολο των Γλυπτών του Παρθενώνα. Προς το τέλος του 1999, συστάθηκε από τη γ.γ. του ΥΠΠΟ Λίνα Μενδώνη μια ομάδα εργασίας για να εξεταστούν και να καταγραφούν οι βλάβες που είχαν υποστεί κατά τον καταστροφικό καθαρισμό τους από τον λόρδο Ντουβίν την περίοδο 1937-38. Εκεί, αυτή η συστηματική φωτογράφιση ξεκίνησε κάτω από το άγχος του περιορισμένου χρόνου και τις συνθήκες του φωτισμού που ήταν ο υπάρχων φωτισμός του μουσείου. Τα Γλυπτά τα γνώριζα σε κάθε τους λεπτομέρεια και επομένως με απασχολούσε το αν θα μπορούσα να αποδώσω φωτογραφικά τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητά τους, που ήταν φυσικά γνωστή στους ειδικούς από κείμενα, περιγραφές και επιστημονικές αναλύσεις, αλλά σχεδόν άγνωστες στο ευρύ κοινό. Η προσπάθεια που γίνεται διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις, άλλοτε περισσότερο επιτυχής και άλλοτε λιγότερο, σήμερα βρίσκεται σε ένα σημείο που σχηματικά θα λέγαμε κάτι κινείται. Το θέμα είναι κυρίως ηθικό και εκεί βρίσκουμε το σύνολο του πλανήτη με το μέρος μας. Ο δρόμος της επιστροφής είναι μακρύς, ασαφής και πολιτικός. Ελπίζουμε!».