Πληθωρική στα λόγια, στα συναισθήματα, στις εκφράσεις, η Ειρήνη Παπά τα ζούσε όλα στον υπέρτατο βαθμό. Δεν ήξερε τη μετριότητα, το χλιαρό, το ημίμετρο, ενώ από την άλλη ήταν πολύ απλή, ουσιαστική, πολύ αληθινή και εξαιρετικά ανεξάρτητη. Γι’ αυτήν η ελευθερία της ήταν το υπέρτατο αγαθό και μαζί η αξιοπρέπειά της, που δεν ήθελε για κανέναν λόγο να πληγώνεται. Μέσα της κράτησε αλώβητη την καταγωγή της και το μικρό της χωριό, το Χιλιομόδι Κορινθίας, όπου «επέστρεψε» και αναπαύεται από χθες.
Για τα παιδικά της χρόνια: «Το χωριό μου μ’ έμαθε τον τρόπο που παίζω. Ολες οι μνήμες που παραμένουν ζωντανές, η παιδική ηλικία, τα νερά, τα πουλιά, το φεγγάρι, η αστροφεγγιά, οι ίσκιοι, το κριτς κριτς, που κάνουν τα φυτά μέσα στη νύχτα καθώς μεγαλώνουν, κι εσύ τ’ ακούς ενώ κοιμάσαι σε μια ταράτσα και το πρωί τα βλέπεις δέκα πόντους μακρύτερα», είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή της για τη γενέτειρά της.
Για την οικογένειά της και τη μητέρα της: «Αγάπησα περισσότερο τη μητέρα μου και λιγότερο τον πατέρα μου», είχε δηλώσει η ίδια. «Στο σόι μας ήταν παραμυθάδες όλοι. Η γιαγιά μου ήξερε του κόσμου τις ιστορίες, όπως και η μάνα μου που τις φανταζόταν, και το σπίτι μας ήταν γεμάτο ανθρώπους που μιλούσαν πολύ, συνεχώς, ακατάπαυστα. Η μάνα μάς έλεγε παραμύθια σε συνέχειες, κάθε βράδυ. Αυτά τα σίριαλ στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική της μυθοπλασία σε συνέχειες. Υπήρχε γύρω μας ένας αόρατος κόσμος και αυτός ήταν για εμένα ο εντελώς πραγματικός. Κι εγώ ζούσα σ’ αυτό το σύμπαν φαντασίας. Πίστευα πως τα καλύβια τα μεσάνυχτα ανοίγουν τις πόρτες τους και από μέσα βγαίνουν ορχήστρες, που παίζουν εξαίσιες μουσικές και πως οι κολοκύθες λιώνουν σιγά σιγά τη νύχτα και στο τέλος γίνονται γυναίκες λαμπερές και πως στις τρύπες των μυρμηγκιών στα χωράφια από μέσα έχει τεράστιες σκάλες και άμα τις κατέβεις φτάνεις στην ψυχή της Γης, που είναι ο κόσμος όλο σοκολάτα, δρόμοι, λίμνες και σοκολατένια παλάτια».
Για τον πατέρα της: Ωστόσο, μίλησε και για τον πατέρα της με σεβασμό και αγάπη και αναγνώρισε ότι του χρωστούσε κάτι πολύ σημαντικό: «Χίπηδες πάνω στα βουνά ήμασταν από παιδιά. Δεν μας έφτανε ο καθαρός αέρας στο Χιλιομόδι, αλλά το καλοκαίρι μάς έπαιρνε και ανεβαίναμε ψηλά στο βουνό, στο Μετόχι, και ήμασταν ένα δέντρο, ένα πηγάδι, ένα εκκλησάκι κι εμείς, πάντα ελεύθερα… Στον πατέρα μου έχω χρεώσει δυστυχίες μου πολλές, αλλά και του χρωστάω πολλά. Με έκανε αυτό που είμαι. Με έμαθε να έχω πάντα αμφιβολίες και να ρωτάω το γιατί. Να είμαστε κι εγώ και οι αδελφές μου περήφανες γυναίκες. Οχι να είμαστε σκυμμένες και να κεντάμε μαξιλαράκια, αλλά να διαβάζουμε Αριστοτέλη! Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως μία και μόνο αριστοκρατία υπάρχει, η αριστοκρατία του πνεύματος. Δεν υπάρχουν “κύριοι” και επίσημοι αλλά άνθρωποι και πως η αγάπη με εξυψώνει», δήλωνε σε συνέντευξή της.
Για την τέχνη και τη ζωή: «Αντιμετωπίζω τη ζωή μου σαν μια άσκηση διαρκούς απογύμνωσης – το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι η τέχνη μου. Και (με μεγάλα διαλείμματα χηρείας) κάποιος μεγάλος έρωτας. Υπάρχει ένα είδος απελπισίας, που δεν μπορείς να είσαι πλέον λυπημένος. Που δεν αντέχεις άλλη λύπη. Κάθε άνθρωπος, που είναι ενήμερος της μοίρας του, ξέρει πότε χτυπάει το καμπανάκι. Ο χρόνος αρχίζει και μικραίνει. Συνειδητοποιείς ότι γεννήθηκες όταν δεν το ήθελες, κατοικείς ένα σώμα που δεν το ξέρεις και τελικά δεν ορίζεις τίποτα. Τότε δεν σου μένει παρά να υιοθετήσεις τη ζωή σου. Υιοθετείς ιδανικά, υιοθετείς αγάπες, απλώς και μόνο για να επιβιώσεις», είχε πει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο.
Για τη μεγάλη φήμη και την προσωπική της ζωή: «Η φήμη τίποτα δεν μου έδωσε. Αντίθετα, έχει διαλύσει την προσωπική ζωή μου. Γιατί ο άνθρωπος που θα με πλησιάσει, ας πούμε ερωτικά, έχει αγαπήσει προηγουμένως την εικόνα μου και τη μεταφέρει, σαν το γάλα που χύνεται, πάνω σε όλο μου τον εαυτό. Δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτήν! Είμαι άνθρωπος. Και τρυφερή και άγρια και όλα».
Για τον έρωτα: Και ενώ ήταν ένας άνθρωπος που δινόταν απόλυτα στον έρωτα και είχε ζήσει μεγάλες αγάπες, έλεγε: «Μπορείς να πιστέψεις ότι εγώ κάποτε έζησα σαν καλόγρια; Πέρασαν 10 συναπτά χρόνια και δεν με είχε αγγίξει άνθρωπος, δεν είχα φιληθεί ούτε μία φορά. Γιατί είχα τόσο πολύ ταπεινωθεί από την κατάληξη ενός έρωτα, που δεν το άντεχα. Γιατί εγώ δεν έχω απλώς ορμή – τα πάντα είναι κάθε φορά ένας άνθρωπος»…
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Για τη δειλία της: Δεν δίστασε να μιλήσει ακόμα και γι’ αυτή: «Μια δειλή είμαι. Ακόμα και στο θέατρο βγήκα για να ξεπεράσω την τεράστια δειλία μου. Από μικρό παιδί ήμουν μοναχή, κλεισμένη. Πέρασα χρόνια ταλαιπωρία για να αποτινάξω τις ηρωικές συμπεριφορές που μου επέβαλε η εικόνα μου και να πω: “Ειρήνη, είσαι αυτό που είσαι – μια δειλή”».
Για τον Μάρλον Μπράντο: Ο Μάρλον Μπράντο ήταν ο μεγάλος της έρωτας. Τον συνάντησε το 1954 στην Ιταλία, όταν έκανε τα πρώτα της βήματα στο κινηματογραφικό στερέωμα της γειτονικής χώρας. Τον ερωτεύθηκε καταλυτικά. «Δεν ερωτεύτηκα έκτοτε άλλον άντρα, όπως ερωτεύτηκα τον Μάρλον. Ηταν το μεγάλο πάθος στη ζωή μου, ο άντρας που αγαπούσα και εκτιμούσα περισσότερο απ’ όλους. Δύο πράγματα που δύσκολα συμπίπτουν», εκμυστηρεύτηκε η Ειρήνη Παπά, τον Ιούλιο του 2004, στην ιταλική εφημερίδα «Corriere della Sera». Για τελευταία φορά τον είδε το 1999, όταν εκείνος ήρθε στην Ελλάδα. Η σχέση τους κρατήθηκε πάντα διακριτική, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Για τη διάθεσή της να ανεβαίνει πάντα με την αξία της και όχι με την ομορφιά της: «Θεωρώ το παραμύθι της Σταχτοπούτας το πιο ανήθικο που υπάρχει. Δεν χρειάζεται δηλαδή τίποτα, παρά να περάσει η μοίρα, να σε χρίσει βασίλισσα και να τελειώνεις… Για όνομα του Θεού, τα πανεπιστήμια, οι σχολές, τα βιβλία, οι διδασκαλίες δεν πιάνουν τίποτα; Τι είμαστε δηλαδή;», είχε δηλώσει στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Νίκο Χατζηνικολάου και τον Φρέντυ Γερμανό.
Για τους ρόλους της: «Οταν βγήκα στο θέατρο, με καταβρίσανε, με λέγανε τσολιά. Ποτέ δεν έπαιξα τη μοιραία γυναίκα… Δεν έτυχε. Ολο μια δραματική, που έχανε, που έκλαιγε, που χτυπιότανε. Αλλά δεν έχω παράπονο. Αντίθετα. Εχω παίξει τόσο ωραίους ρόλους. Τη Μήδεια ή την Κλυταιμνήστρα δεν την αλλάζεις με οποιοδήποτε έτσι… αλλιώτικο ρόλο», είπε στον Νίκο Χατζηνικολάου.
Για το Οσκαρ που δεν πήρε: «Δεν κέρδισα ποτέ Οσκαρ και τα Οσκαρ δεν κέρδισαν ποτέ την Ειρήνη Παπά», είχε δηλώσει σχετικά με το γεγονός ότι ενώ έφτασε πολλές φορές κοντά στην πηγή, δεν κατάφερε ποτέ να πιει νερό, κάτι που δεν φαίνεται να την ένοιαξε.
Για τις αμοιβές της από τις ταινίες: «Ποτέ δεν έγινα πλούσια από αυτήν τη δουλειά. Δεν πληρώνεσαι έτσι όπως νομίζεις. Ξέρεις πόσα πήρα από τα “Κανόνια του Ναβαρόνε”; Δέκα χιλιάδες δολάρια. Από τον “Ζορμπά”; Δέκα. Τότε ήταν 300.000 δραχμές. Και δεν πήρα ούτε μπόνους. Αλλο να είναι ο Αντονι Κουίν. Στο “Ζ” δεν πήρα λεφτά γιατί δεν σου δίνουν ποσοστά. Εχω παίξει σε μια τεράστια επιτυχία και έχω πάρει ελάχιστα λεφτά. Εν τω μεταξύ, τα χαλάω. Ολοι νομίζουν ότι είμαι πλούσια γιατί τα χαλάω».
Για το star system: «Πιστεύω ότι πρώτα είσαι άνθρωπος, μετά γυναίκα, μετά ηθοποιός. Πώς θα βάλω το επάγγελμα να με φάει, να μπω σε ένα κουτάκι και να συμπεριφέρομαι ανάλογα. Και αυτή να είμαι αλλάζω. Κάποτε η σταρ ήταν διαφορετική. Σήμερα είναι αλλιώτικη. Κάποτε ο σταρ ήταν ο ένας, ο άλλος, σήμερα είναι ο Αλ Πατσίνο. Κάποτε οι σταρ φορούσαν τουαλέτες, σήμερα φοράνε μπλουτζίν σχισμένα, όλο τρύπες. Αύριο θα είναι τα μαλλιά πράσινα. Εγώ αποφάσισα να μην ακολουθήσω…».
Τα τρία μειονεκτήματά της: Σύμφωνα με τον κορυφαίο Αμερικανό κριτικό κινηματογράφου Roger Ebert, η Ειρήνη Παπά είχε τρία «μειονεκτήματα»: Το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μη θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της, που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς, και τη «βαριά» πελοποννησιακή προφορά της.
Για τον θάνατο: «Αναφέρομαι στον θάνατο γιατί καθορίζει τους μελλοθάνατους. Οι άνθρωποι είμαστε μελλοθάνατοι από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Νομίζω ότι καθορίζει φοβερά τη ζωή όλου του κόσμου. Και η τέχνη είναι καθορισμένη από αυτόν. Και η διάθεση να υπάρξεις. Και η διάθεση να εκφραστείς. Είναι τραγική η μοίρα του ανθρώπου ξέροντας ότι όλο αυτό δεν το ορίζει και ότι πρόκειται να συμβεί κάτι που δεν το θέλει…».
Ειδήσεις σήμερα
Μάρθα Καραγιάννη: Πέθανε σε ηλικία 82 ετών
ΔΕΘ 2022-Αλέξης Τσίπρας: Το «Πρόγραμμα-Θεσσαλονίκη νούμερο 2» και η αφωνία
Οι τρεις «ένοχες» σιωπές του ΣΥΡΙΖΑ