Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Διάσημος όσο κρατάει το φως λίγων ημερών
Γράφει η ΕΡΙΚΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Χιλιάδες φορές είχε περπατήσει στη λεωφόρο Πατησίων. Το σπίτι του ήταν ένα δύο στενά πιο πάνω, σε μια συνοικία γεμάτη νησιά χωρίς θάλασσα, καθώς όλοι οι δρόμοι έφεραν το όνομα ενός νησιού και ανακατευόταν το Αιγαίο με το Ιόνιο, η Κέρκυρα βρισκόταν ξαφνικά κοντά στην Αίγινα, σε μια γειτονιά που το θαλασσινό αεράκι ήταν αδύνατο να εισχωρήσει ανάμεσα στις στριμωγμένες πολυκατοικίες.
Είχε βγει και σήμερα για τη συνηθισμένη βόλτα μέχρι το περίπτερο. Συνηθισμένη βέβαια ήταν πριν. Πριν από τη συμμετοχή του στο παιχνίδι. Είχε μήνες να περπατήσει στα σπασμένα πεζοδρόμια κοιτώντας αδιάφορα τα μαγαζιά και χαζεύοντας λίγο παραπάνω τις αφίσες με τα «προσεχώς» στον κινηματογράφο, καθώς ήταν κλεισμένος εδώ και καιρό στο «Σπίτι». Εκεί όπου εκτυλισσόταν το τηλεπαιχνίδι με τον κάθε παίχτη να προσπαθεί να διώξει τους άλλους, προκειμένου να αναδειχτεί αυτός ο μεγάλος νικητής. Είχε αντέξει αρκετά, είχε μείνει από τους τελευταίους, αλλά δεν κατάφερε να μείνει μέχρι το τέλος. Δεν τον ένοιαζε. Πραγματικά είχε σκυλοβαρεθεί εκεί μέσα, με τους ίδιους ανθρώπους, τους δήθεν έρωτές τους, τα κουτσομπολιά τους, τις ίντριγκες, τους καβγάδες. Είχε βαρεθεί επίσης την εξοχή, τη διαβίωση στη φύση. Είχε βαρεθεί το χώμα και τη λάσπη, τα κάθε λογής έντομα, τα πουλάκια που κελάηδαγαν από το ξημέρωμα, τον αέρα που συχνά μύριζε κοπριά. Ηθελε να ακούσει κόρνες αυτοκινήτων, να αναπνεύσει μυρωδιές πόλης, να νιώσει το άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές να μπαίνει κατευθείαν στα ρουθούνια του, έστω κι αν έφταιγε για αυτό το καυσαέριο που βοηθούσε το άρωμα να εισχωρήσει στις αναπνευστικές οδούς.
Κλεισμένος στο «Σπίτι» είχε νοσταλγήσει να βλέπει την Ακρόπολη κάθε που έβγαινε από το σπίτι του. Μπορεί να γκρίνιαζαν οι Αθηναίοι για την κίνηση, πόσοι όμως κάτοικοι του πλανήτη είχαν την ευχέρεια μποτιλιαρισμένοι σε κεντρικό δρόμο της πόλης να βρίσκονται μπροστά στο θαύμα της γλυπτικής και της κουλτούρας ενός αρχαίου πολιτισμού; Πόσοι μπορούσαν να δουν τα χρώματα του δειλινού πίσω από τους κίονες της Ακρόπολης;
Ξαφνικά άκουσε το όνομά του. Προσπάθησε να αναγνωρίσει τη φωνή, πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν ένας που τον φώναζε. Το όνομά του ακουγόταν από δεκάδες χείλη. Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν είδε κάποιον. Και τότε το αντιλήφθηκε ότι ένα τρόλεϊ είχε σταματήσει στη μέση της Πατησίων και κόσμος βρισκόταν στα παράθυρα φωνάζοντας το δικό του όνομα. Χέρια είχαν βγει έξω, ανάμεσα σε αυτά και αυτό του οδηγού. Κοίταξε ψηλά και άρχισε να δίνει το χέρι του σε άγνωστα χέρια, καθώς οι κάτοχοί τους του φώναζαν ότι τον ψήφισαν, ότι ήταν ο καλύτερος, ότι το παιχνίδι δεν θα ήταν το ίδιο τώρα που είχε αποχωρήσει. Στο μεταξύ, κόσμος σταμάταγε και στο δρόμο και ερχόταν προς το μέρος του. Αυτοκίνητα του κόρναραν εορταστικά.
Δεν είχε αντιληφθεί πόσο δημοφιλές ήταν το παιχνίδι. Δεν είχε αντιληφθεί ότι πλέον όλη η Ελλάδα γνώριζε το πρόσωπό του και ότι η μισή Ελλάδα βρισκόταν στην Αθήνα.
Σιγά σιγά το συνήθισε να τον αναγνωρίζουν όπου πήγαινε. Να του πιάνουν κουβέντα, να τον καλούν στο τραπέζι τους, να γνωρίζουν παραξενιές του, ενώ ο ίδιος δεν γνώριζε ούτε καν τα ονόματά τους.
Και τότε κατάλαβε τους διάσημους που κρύβονται πίσω από μεγάλα γυαλιά και καπέλα. Ηθελε να μπορεί να βρεθεί και πάλι ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων. Να αλλάζει μάρκα τσιγάρων χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσει γιατί, να μην του μιλάνε στον ενικό άνθρωποι που δεν τον γνώριζαν προσωπικά.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλο και λιγότεροι τον χαιρετούσαν. Η Αθήνα ήταν γεμάτη διασημότητες. Ηθοποιούς, αθλητές, δημοσιογράφους, ακόμα και πολιτικούς. Λίγα χρόνια μετά τον αναγνώριζε μόνο ο περιπτεράς. Κι αυτός ως πελάτη. Εξάλλου πλέον οι διάσημοι έρχονταν σωρηδόν μέσα από κάθε είδους οθόνη.
Την πρώτη φορά που πήγε για καφέ και δεν σηκώθηκε κανείς να τον χαιρετήσει ένιωσε την απώλεια. Την απώλεια μιας φήμης, που ήταν ενοχλητική πολλές φορές για όσο είχε κρατήσει, ήταν όμως πολύ πιο ενοχλητική τώρα που είχε εκλείψει.
Ηπιε τον καφέ του ήσυχα, κοιτώντας τριγύρω. Αναγνώρισε μερικές διασημότητες. Εναν παίκτη του μπάσκετ, έναν αθλητή στίβου, που είχε πιάσει το όριο για τους Ολυμπιακούς, έναν ηθοποιό από ένα σίριαλ, τη φωνή μιας τραγουδίστριας.
Βγήκε από το καφενείο και περπάτησε στην Πατησίων. Ενα τρόλεϊ πέρασε και το κοίταξε νοσταλγώντας την εποχή που κάποιο άλλο είχε σταματήσει για αυτόν. Τώρα σήκωσε το χέρι του για να το σταματήσει να μπει σε αυτό. Κανείς όμως δεν του έδωσε σημασία. Η στάση ήταν λίγο πιο πέρα. Δεν πείραζε, θα έπαιρνε το επόμενο. Ηθελε να πάει στην Ακρόπολη. Να νιώσει κοντά σε πραγματικές διασημότητες. Υπήρχε άραγε άνθρωπος στον πλανήτη που δεν ήξερε τον Σωκράτη, τον Περικλή, τον Πλάτωνα; Ανθρώπους που θυμούνταν μετά από 2.500 χρόνια και δεν είχαν ξεχάσει ύστερα από 2.500 ημέρες ή μήπως ήταν 2.500 ώρες το διάστημα που είχε κρατήσει η δική του διασημότητα; Δεν ήταν δυνατός στα μαθηματικά.
Πήρε την Ηρώδου Αττικού κοιτώντας τους μικροπωλητές και τον κόσμο που τριγυρνούσε. Ηταν σίγουρος ότι κάποιοι από αυτούς είχαν, ή επρόκειτο να έχουν τις δικές τους στιγμές διασημότητας. Η πρωτεύουσα έδινε ευκαιρίες. Αλλά είχε πολλούς στους οποίους έπρεπε να τις δώσει. Εξάλλου η πόλη είχε τους δικούς της διαχρονικά διάσημους, σκέφτηκε καθώς κατευθυνόταν προς το Ηρώδειο. Ο Ηρώδης ο Αττικός θα ταυτιζόταν για πάντα με τον πολιτισμό, όπως κι αν είχε περάσει τη ζωή του. Αν και έχοντας διαβάσει την ιστορία του, σκέφτηκε πως αν ζούσε σήμερα, δύσκολα θα γλίτωνε την καταδίκη για τη γυναικοκτονία της συζύγου του, Ρηγίλλας. Οταν γίνεσαι διάσημος εξάλλου, δεν ξέρουν μόνο αυτά για τα οποία θα ήθελες να σε μνημονεύουν, αλλά ψάχνουν και αυτά που θα ήθελες να ξεχάσουν.