Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Η Αννα ήταν αρχή και φινάλε!
Υπάρχω
Μέσ’ στα μάτια σου που κλαίνε
Μέσ’ στα χείλη σου που καίνε
Και θα υπάρχω στα τραγούδια που θ’ ακούς
Πυθαγόρας, Υπάρχω
Μετά την παρουσίαση περπατούσαν στην -έρημη εκείνη την ώρα- Ιπποκράτους.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Οπως πάντα ο Διονύσης την ακολουθούσε μαγεμένος.
Μια σχέση που δεν έγινε ποτέ σχέση. Οπως θα την ήθελε εκείνος τουλάχιστον.
Τι να έφταιγε άραγε;
Κάθε άγγιγμα της Άννας τον έκανε να ανατριχιάζει. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν και έδιναν φιλιά στα μάγουλα, εκείνος ένιωθε σαν τότε στη Α’ Γυμνασίου που πρώτη φορά φίλησε κορίτσι στα χείλια. Μια έξαψη τρομερή.
Τώρα εκείνη ρητόρευε. Τελευταία, όλα τα έβρισκε «σεξιστικά». Δεν είχαν γλιτώσει ούτε ο Καραγάτσης ούτε ο Καζαντζάκης ούτε κι ο Μυριβήλης.
Είχε ξεσπαθώσει τώρα με την αναγγελία της νέας ταινίας για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, το «Υπάρχω».
Ζαλισμένος να παρατηρεί τις κινήσεις των χεριών της, τη λάμψη από τα φώτα του δρόμου στα μάτια της όταν γύριζε να τον κοιτάξει για να δει αν συμφωνεί, έπιανε μόνο σκόρπιες λέξεις και φράσεις, όπως «τοξική αρρενωπότητα», «ψυχολογικό εκβιασμό», «αποτυχία ενός ανθρώπου να αποδεχτεί την πραγματικότητα»
Ολα αυτά για το τραγούδι «Υπάρχω».
Ναι. Αποτυχία να αποδεχτείς την πραγματικότητα. Αποτυχία;
Κι ο ίδιος, τέσσερα χρόνια τώρα που γνωριζόντουσαν αρνιόταν να αποδεχθεί την πραγματικότητα.
Χώρισαν Αλεξάνδρας και Ιπποκράτους με μια αγκαλιά.
Εκείνη δεν είχε δώσει σημασία που τόση ώρα ήταν σιωπηλός. Συνήθως τοπρόσεχε, όμως τώρα… Ισως ήταν εκείνος ο ψηλός στην παρουσίαση. Παλιός συνάδελφος από το σχολείο. Αναπληρωτής.
Ανταλλάξανε τηλέφωνα. Και είδε τη λάμψη στα μάτια τους. Η αρχή μιας ιστορίας;
Ευτυχώς είχε κάποιο ραντεβού και έφυγε. Δυστυχώς τους άκουσε να κανονίζουν να βρεθούν «από Δευτέρα».
Ο τύπος έπαιζε τη γυναικεία ποίηση στα δάχτυλα.
Αυτός άρχισε και τη συζήτηση για το «Υπάρχω». Είπε πως κακώς γυριζόταν τέτοια ταινία.
Τι να του πει;
Για τότε που συνάντησε τους ανθρακωρύχους στο Σαρλερουά του Βελγίου κι άκουσαν μαζί Καζαντζίδη με μάτια δακρυσμένα;
Για το βιβλίο του Βασιλικού «Η ζωή μου όλη»;
Για το τραγούδι που έλεγε «Να σου δώσω μια να σπάσεις/ αχ βρε κόσμε γυάλινε/ και να φτιάξω μια καινούργια/ κοινωνία άλληνε» -κι ήταν στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου;
Κανείς δεν θα καταλάβαινε από το κοινό εκείνης της βραδιάς. Ολοι από είκοσι χρόνια και πάνω νεότεροί του.
Ο Διονύσης δεν ήταν ποτέ θαυμαστής του Καζαντζίδη, όμως όταν βγήκε από τον δικό του γυάλινο κόσμο και άρχισε να κυνηγάει το μεροκάματο, πολλά πράγματα άλλαξαν.
Η νύχτα ήταν όμορφη και μύριζαν οι ανθισμένες νεραντζιές κερδίζοντας προσωρινά τη μάχη με τα καυσαέρια.
Θυμήθηκε τον Νίκο τον φίλο του, που έφυγε τόσο νωρίς. Ατέλειωτα ξενύχτια. Και ατέλειωτο περπάτημα το ξημέρωμα για να γυρίσουν από το κέντρο στους Αμπελοκήπους κι αργότερα στο Χαλάνδρι.
Αποφάσισε να περπατήσει. Να κάνει ξανά την παλιά διαδρομή. Να ηρεμήσει το μυαλό και η καρδιά του.
Χαμένος στις σκέψεις του έφτασε στην Πανόρμου κι έστριψε στα δρομάκια που είχαν σημαδέψει την εφηβεία του. Πέρασε από το σημείο που βρισκόταν παλιά το παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου. Διπλή αποτυχία: Και στα Γαλλικά και στον έρωτα. Καμία σημασία δεν του έδινε η όμορφη συμμαθήτρια κι ας ξεποδαριαζόταν να τη συνοδεύσει ως την «Πλάζα» που έμενε εκείνη και να γυρίσει εκείνος ξανά πίσω στην οδό Τρικάλων.
Πώς την έλεγαν να δεις;
Αδύνατον να θυμηθεί. Θα του ερχόταν κάποια στιγμή.
Στο ύψος της Αγίας Τριάδας οι στίχοι από το «Υπάρχω» τριβέλιζαν το μυαλό του. Σιγοτραγουδούσε και μετά ανέβασε τον τόνο της φωνής του.
Ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους.
Είμαι και αρχή και φινάλε
Και στη σκέψη σου βάλε
Πως αν κάνεις δεσμό
Μέσ’ σε λίγο καιρό
Θα χωρίσεις γιατί
Θα υπάρχω εγώ
Υπάρχω
Στη χαρά σου και στη λύπη
Η μορφή μου δε θα σου λείπει
Κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ
Υπάρχω
Μέσ’ στην τύχη σου που βρίζεις
Στο μυαλό σου που ζαλίζεις
Με τσιγάρο μ’ αναμνήσεις και πιοτό
Μόνο που η ζωή του ήταν η αντιστροφή του Υπάρχω, ίσως γι’ αυτό το καταλάβαινε περισσότερο και θεωρούσε τραγικές τις απόψεις περί «σεξισμού».
Λίγο αν το άλλαζε θα ήταν η ζωή του των τελευταίων τεσσάρων χρόνων. Από τότε που πήγε να παραδώσει μια παραγγελία στο σχολείο της Αννας και την είδε για πρώτη φορά.
Η εικόνα της, όταν την πρωτοείδε, έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό του και τραγουδάει με όλο και μεγαλύτερη ένταση.
Θα παράλλαζε τους στίχους με το όνομα της Αννας και θα έλεγε
Αννα Υπάρχεις
Στη χαρά μου και στη λύπη
Η μορφή σου δε θα μου λείπει
Κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστείς
Υπάρχεις
Μέσ’ στην τύχη μου που βρίζω
Στο μυαλό μου που ζαλίζω
Με τσιγάρο μ’ αναμνήσεις και πιοτό
Είσαι της ζωής μου η μία
Δε σε σβήνει καμία
Κι αν με άλλες μιλώ
Κι ώρες ώρες γελώ
Κατά βάθος πονώ
Γιατί σκέφτομ’ εσένα
Μόνο κάποιος που δεν έχει ερωτευθεί απελπισμένα, χωρίς ανταπόκριση, μπορεί να πει «σεξιστικούς» αυτούς τους στίχους.
Να μη βλέπεις τίποτε άλλο γύρω σου παρά μόνο το πρόσωπο της αγαπημένης.
Κι όπως λέει και το τραγούδι ο Διονύσης είχε προσπαθήσει πράγματι να κάνει άλλες σχέσεις, να ξεχάσει την Αννα, όμως τελικά δεν οδηγούσαν πουθενά. Κι η δική του εμμονή πλήγωνε τελικά ανθρώπους, γυναίκες που δεν του έφταιγαν σε τίποτα.
Γιατί αυτός ζούσε εκτός πραγματικότητας.
Στην πλατεία κάθισε να ξαποστάσει σε ένα παγκάκι.
Ούτε κατάλαβε πως τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε από τα τιτιβίσματα των πουλιών καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου περνούσαν μέσα από τις φρέσκιες φυλλωσιές των δέντρων.
Ο,τι κι αν έλεγε η Αννα, αυτός θα πήγαινε να δει την ταινία.
Οσο για τον έρωτα, ήξερε πως δεν θα θεραπευόταν ποτέ!
Η Αννα ήταν αρχή και φινάλε!