Αυτή η μαγεία, η νοσταλγία της θρυλικής Σταμπούλ των Ρωμιών διαποτίζει τις σελίδες του μυθιστορήματος της Γουβέλη, «ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΟΝ ΒΟΣΠΟΡΟ» το οποίο μέσα από τις υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων, τα διαχρονικά θέματα της ψυχής, του έρωτα, του πεπρωμένου, τυλίγει τον αναγνώστη με τη μυρωμένη αύρα του Βοσπόρου, φορτωμένη μπαχάρια, λιβάνι, καμπάνες, ανατολίτικους ύμνους, σαγηνευτικά ηλιοβασιλέματα, δάκρυα και αίμα.
“Διάχυτο στον αέρα το τραγούδι του μουεζίνη ψηλά από τους μιναρέδες των τζαμιών, σκορπούσε τρίλιες κι ανατολίτικο παράπονο. Μαγεία, σκέφτηκε ριγώντας εκστασιασμένη, είναι μαγική τούτη η πόλη.”
Μέσα από μια σπαρακτική ιστορίας αγάπης και κατατρεγμού, ξεδιπλώνεται το χρονικό των γεγονότων και των αιτιών που οδήγησαν στα Σεπτεμβριανά του 1955 και σήμαναν την αρχή του τέλους για την ελληνική ομογένεια της Πόλης. Σπρωγμένη από τη μοίρα, η ηρωίδα, η 17χρονη Ευθαλία, φεύγει από την Ελλάδα στις αρχές του ’50 κι έρχεται στην Πόλη αναζητώντας καταφύγιο κι ελπίδα. Με τα μάτια της νεαρής κοπέλας, ο αναγνώστης γνωρίζει την Πόλη του τότε, ανεβαίνει τα ανηφορικά καλντερίμια του Φατίχ, μπαίνει στα άδυτα του Πατριαρχείου στο Φανάρι, περιδιαβαίνει τις ρωμαίικες κατοικίες με τα σαχνισιά στο Πέραν, αγναντεύει τα βαποράκια στον Βόσπορο, κρυφακούει πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες τις σκοτεινές μηχανορραφίες που εξύφαναν τον διωγμό και το φοβερό πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου.
“Καλό είναι εσείς οι Ρωμιοί να μη μιλάτε τη γλώσσα σας σε δημόσιους χώρους», συνέχισε στα τουρκικά ο Ζεράρ. «Έχω πληροφορίες πως η τουρκική κυβέρνηση, παρακινούμενη από τους Άγγλους, είναι πολύ ενοχλημένη από τη δημοσιοποίηση του Κυπριακού”.
Η γλύκα της ζωής στη μαγευτική Πόλη, η κραιπάλη του αμαρτωλού Σουλούκουλε, τα ταβερνάκια κάτω από τη γέφυρα του Γαλατά, το σεργιάνι στα βοσπορινά αρχοντικά, εναλλάσσεται με τη μιζέρια και τη μπόχα των σοκακιών, τον φόβο και τον κίνδυνο που καραδοκεί, το χτυποκάρδι του έρωτα που στενάζει κάτω από τη δυνάστευση της μοίρας. Υπερβατικό στοιχείο του μυθιστορήματος οι τρεις Μοίρες, ενσαρκωμένες σε τρεις αδερφές που αφανίστηκαν κάποτε από τον ίδιο άντρα και επιζητούν με λυσσώδη μανία από τον άλλο κόσμο την εκδίκηση και τη δικαίωση, λειτουργεί ως λογοτεχνικός μοχλός για να αναδυθεί η ιδέα πίσω από το κείμενο: Να ερμηνεύσει το σήμερα ενός ανθρώπου προσεγγίζοντας το παρελθόν του και το παρελθόν της γενιάς του στα βάθη του χρόνου.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
“Πώς να συγχωρέσουμε την καρασουλέικη φάρα μετά από όλα αυτά; Πώς να την αφήσουμε να διαιωνίζει το κακό της αίμα πάνω στη γη; Το δικό μου το παιδί χάθηκε, έτσι θα χαθεί κι ό,τι άλλο έσπειραν οι Καρασούληδες, φταίνε δεν φταίνε… Ασέλγεια, κραιπάλη, μαυλιστική λαγνεία. Εδώ αποφασίσαμε να ρίξουμε τώρα τον Γιαννή. Εμείς οι τρεις αδερφές παίζουμε μαζί του σαν τη γάτα με το ποντίκι. Το δικαιούμαστε να χαρούμε κι εμείς λίγο. Δεν προλάβαμε να χαρούμε όσο ζούσαμε.”
Ο Γιαννής, νεαρός δόκιμος μοναχός που τρομάζει μπροστά στο ξύπνημα των αισθήσεων, η Ευθαλία που αντιτάσσει την αγάπη ενάντια στο πεπρωμένο, η Φεριντέ χανούμ χαμένη μέσα στην παραφορά της ζήλειας, ο δικηγόρος Θεμιστοκλής, σπρωγμένος από τον ατελέσφορο έρωτα και το μίσος, η Φανή, νεαρή φοιτήτρια που σιχαίνεται τη μίζερη ζωή της και ολισθαίνει επικίνδυνα, η γεροντοκόρη Θεώνη που καλείται να υπερβεί τον εαυτό της για να υπερασπιστεί τους αγαπημένους της είναι μερικοί από τους ήρωες της Γουβέλη σε ένα εξόχως ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που συνδιαλέγεται με την αρχέγονη φύση της ανθρώπινης ψυχής και τις επίπλαστες κοινωνικές επιταγές. Κυρίαρχη η δύναμη του έρωτα ορίζει τις καταστάσεις ενάντια στη λογική ή την επικρατούσα ηθική.
“Η νοσταλγία τον έπνιξε, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Γονάτισε στο κρύο χώμα και τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από τα αγκαθωτά φύλλα που πλήγωσαν τη σάρκα του. «Ήμαρτον!» βόγκηξε πνιχτά, σηκώνοντας το πρόσωπό του στο στερέωμα. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθείναι υιός σου». Σταγόνες αίμα έτρεχαν πάνω στον βλαστό του ακάνθου. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια, σκούπισε την παλάμη του στο βρόμικο παντελόνι του και σηκώθηκε. Έπρεπε να αντέξει. Για να ξαναδεί έστω για μια τελευταία φορά τα μάτια της. Και τα άσπρα της γόνατα.”
Μέσα από συνεχείς ανατροπές και σασπένς που φλερτάρει με τη δομή ενός θρίλερ, η ιστορία φτάνει στα γεγονότα του πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου. Χωρίς να εκπίπτει σε μελοδραματικές περιγραφές, η εξιστόρηση των τραγικών γεγονότων εκείνης της θλιβερής νύχτας καταφέρνει να συγκινήσει τον αναγνώστη και να τον καταστήσει κοινωνό της φρίκης, του ζόφου, της απόγνωσης που βίωσε ο ελληνισμός της Πόλης με δεκάδες φονικά, βιασμούς, λεηλασίες.
“Πλησιάζοντας όμως εκεί, τον ζώνει η φρίκη. Καπνοί βγαίνουν από μέσα, ένα μπουλούκι σέρνει στον δρόμο έναν μισόγυμνο ιερέα από τη γενειάδα του… Κι ύστερα όρμησαν στα νοσοκομεία. Οι γιατροί πίστευαν πως η κτηνωδία τους δεν θα έφτανε ως εκεί, όμως έκαναν λάθος… Ένα χέρι άνοιξε την πόρτα και την τράβηξε έξω, ενώ ένας άλλος από το μαινόμενο πλήθος άρπαξε τον νεαρό και του κράτησε τα χέρια πισθάγκωνα. «Κοίτα τι κάνουμε εμείς στις σκύλες τις γκιαούρισσες», του φώναζε καγχάζοντας. «Άιντε, γρήγορα, να πάρουμε κι εμείς σειρά». Η κοπέλα ούρλιαζε και κλοτσούσε, αλλά ο βασανιστής της ήταν πιο δυνατός.”
Οι ήρωες έρχονται συνεχώς σε σύγκρουση με μια τάξη πραγμάτων ισχυρότερη από αυτούς, νικούν και ηττώνται. Ωστόσο, το ερώτημα αν ο άνθρωπος μπορεί να χαράξει ελεύθερα την πορεία της ζωής του ή αυτή προδιαγράφεται από την ειμαρμένη πλανάται συνεχώς από πάνω τους.