Η παρανομία, η διαφθορά, το μεταναστευτικό θέμα, η Εκκλησία, αλλά και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις και τα όνειρα που κάνει η νέα γενιά για το μέλλον της, που δεν συμβαδίζουν με εκείνα της παλαιότερης, είναι μερικά μόνο από τα πολλαπλά ζητήματα που η ταινία θίγει. «Το να φτιάχνεις μια ταινία είναι ευλογία και κατάρα μαζί», λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η Ασημίνα Προέδρου λίγο πριν από την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες στις 19 Ιανουαρίου.
Πώς προέκυψε η ιδέα της ταινίας;
Ηθελα να κάνω μια ταινία για το πώς οι καθημερινοί άνθρωποι υποτάσσονται σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Πού μπορεί κανείς να φτάσει προκειμένου να ανήκει κάπου. Το πώς αναπαράγεται ένα διεφθαρμένο σύστημα και πώς ένας άνθρωπος καθημερινός εγκλωβίζεται σε αυτό το σύστημα. Μια φίλη μου είχε μιλήσει για τη λίμνη Δοϊράνη και τα νεκρά της δέντρα που φτιάχνουν ένα άγριο τοπίο. Πρώτη φορά πήγα εκεί το 2014 και το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο συνάντησα μια ομάδα 30 μεταναστών, οι οποίοι ήθελαν να περάσουν στην άλλη πλευρά προς τη Βόρεια Μακεδονία. Από τότε πήγα πολλές φορές και έκανα έρευνα για τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Είναι μια περιοχή παρατημένη. Οι νέοι έχουν φύγει σχεδόν όλοι και έχουν μείνει οι πιο ηλικιωμένοι, οι οποίοι βιώνουν απίστευτη μοναξιά. Δεν υπάρχει κοινωνική ζωή. Βγαίνεις έξω και όλα είναι κλειστά. Αναγκαστικά βλέπεις πολλή τηλεόραση.
Πώς ήταν η διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου;
Το να γράφεις ένα σενάριο και γενικά να φτιάχνεις μια ταινία είναι ευλογία και κατάρα μαζί. Η ευλογία όταν γράφω ένα σενάριο είναι ότι το βιώνω πολύ έντονα. Πολύ περισσότερο από όταν βλέπω την ταινία. Γράφω κάτι και στο μυαλό μου γίνεται εικόνα αμέσως. Μετά, στο γύρισμα, όταν ας πούμε είδα στο μόνιτορ την πρώτη σκηνή που γύρισα για την ταινία μικρού μήκους «Red Hulk» το 2013, ήταν σαν τη διαδικασία της γέννας. Κάτι που έχεις γράψει στο χαρτί αποκτά πλέον πνοή, ζωή. Αυτό ήταν κάτι μαγικό για εμένα και από τότε το κίνητρο να γυρίζω ταινίες είναι τεράστιο.
Οταν αργότερα, όμως, έρχεται η ώρα να δω την ταινία ολοκληρωμένη, δεν μπορώ να την απολαύσω και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το κάνω κάποτε αυτό. Και αυτή είναι η κατάρα. Μέχρι να φτάσω σε εκείνο το στάδιο, την έχω υπεραναλύσει τόσο πολύ που δεν μπορώ να τη δω όπως ένας απλός θεατής. Νωρίτερα, όταν η ταινία είναι έτοιμη πλέον για το κοινό, νιώθω κάτι σαν επιλόχειο κατάθλιψη. Εχω δοθεί τόσο πολύ στην ταινία που όταν τελειώνει πια η διαδικασία νιώθω μια μεγάλη έλλειψη. Γι’ αυτό και έχω ήδη περάσει στη συγγραφή του σεναρίου της επόμενης ταινίας. Πάντα ετοιμάζω κάτι για το επόμενο βήμα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Πώς ήταν τα γυρίσματα;
Το γύρισμα είναι μια διαδικασία με πολλούς ανθρώπους όπου όλα πάνε στραβά. Εσύ καλείσαι να γεννάς λύσεις διαρκώς, κάτι πολύ δύσκολο και αγχωτικό, αλλά οι μεγάλες υπερβάσεις εκεί γίνονται. Τις μέρες που είχαμε προγραμματίσει γυρίσματα στη λίμνη, αυτή ήταν παγωμένη και μπήκε μέσα το συνεργείο και έσπαγε πάγους. Εμένα, όμως, με εξιτάρει αυτό και νομίζω ότι εξιτάρει και τους ανθρώπους των συνεργείων. Δεν είναι φυσιολογικό, αλλά όσοι κάνουν σινεμά λατρεύουν το γύρισμα. Μοιραζόμαστε μια τρέλα και η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει ο μοναχικός τρόπος δημιουργίας. Μου αρέσει να επινοώ λύσεις μέσα στον χαμό και πιστεύω ότι όλοι όσοι δουλεύουν στον κινηματογράφο κάπως έτσι νιώθουν. Δεν κυνηγάω τις δυσκολίες, αλλά είναι κομμάτι της διαδικασίας. Η συγκεκριμένη ταινία ήταν πολύ απαιτητική και η χρηματοδότηση πήρε αρκετά χρόνια, σχεδόν έξι.
Πώς την υποδέχθηκε το κοινό στην πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Ενιωσα πολύ τυχερή στη Θεσσαλονίκη. Και οι δύο προβολές έγιναν sold out. Ο κόσμος χειροκροτούσε θερμά και έμειναν όλοι μετά για να απαντήσω στις ερωτήσεις τους. Είχα πολύ άγχος και δεν μπορούσα να ησυχάσω μέχρι που τελείωσε η ταινία και άναψαν τα φώτα. Φίλοι μού έλεγαν ότι άκουγαν άγνωστους σε μπαρ και εστιατόρια να την εκθειάζουν ο ένας στον άλλο. Απ’ ό,τι κατάλαβα από τις αντιδράσεις, ο καθένας ταυτίζεται και με διαφορετικό ήρωα της ταινίας, ενώ πέρασε στον κόσμο και το πολιτικό σχόλιο για το μεταναστευτικό και τη διαφθορά. Είναι μεγάλο ζήτημα αυτό το στάδιο της επικοινωνίας με τον κόσμο. Για αυτούς γίνονται οι ταινίες και, μάλιστα, για να τις δουν στην αίθουσα και όχι στο σπίτι τους σε μια ψηφιακή πλατφόρμα. Η συγκεκριμένη ταινία, δε, αν τη δει κάποιος σπίτι του, χάνει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της. Χάνει τη φωτογραφία, χάνει τον ήχο, που είναι ο μισός κόσμος της, χάνει πολλά. Είναι μια τελείως διαφορετική εμπειρία να δεις μια ταινία στην αίθουσα. Οι ταινίες φτιάχνονται όχι απλώς για να τις δεις αλλά για να μπεις μέσα τους. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει από το σαλόνι σου.
«Δεν υπάρχει στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου»
Εχει στηρίξει το ελληνικό σινεμά το ΕΚΟΜΕ τα τελευταία χρόνια;
Δεν μπορώ να μιλήσω ολοκληρωμένα για το ΕΚΟΜΕ, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει ένα ζήτημα σχετικά με το πόσο προσανατολισμένο είναι στη χρηματοδότηση της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής ή αν τα χρήματα κατευθύνονται περισσότερο προς την τηλεόραση και τις ξένες παραγωγές. Ο,τι είναι να γίνει από εδώ και πέρα ας γίνει με γνώμονα τη στήριξη του ελληνικού σινεμά, που μέχρι τώρα δεν υπάρχει. Ούτε η κινηματογραφική αίθουσα βλέπουμε να στηρίζεται και η αγορά γενικώς είναι μουδιασμένη. Κανείς δεν ξέρει αν ένα σχέδιο για ταινία θα μπορέσει να βρει χρηματοδότηση και να προχωρήσει. Για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου τι να πω; Πρόσφατα έμαθα ότι τα διαθέσιμα κονδύλιά του για τις ταινίες είναι μόλις 3,5 εκατ. ευρώ. Ενα από τα χαμηλότερα ποσά στην Ευρώπη.