Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Απολάμβανε τη λεμονάδα με πιπερόριζα έχοντας απλώσει το κορμί του στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Το χέρι του είχε ακουμπήσει στο τσίγκινο τραπεζάκι και τα δάκτυλά του άγγιζαν αόρατα πλήκτρα ακολουθώντας τον ρυθμό του τραγουδιού, ατενίζοντας μέχρι εκεί που τελείωνε το βαθύ μπλε της θάλασσας και ξεκινούσε το γαλάζιο τού ουρανού.
Περισσότερο ως άσκηση -ως φθινοπωρινή πρόβα επανόδου στις ανοιχτές υποθέσεις του γραφείου- έβαλε με το μυαλό του να τις ταξινομεί. Τα χείλη του έτρεμαν ελαφρά. Προσπαθούσε να αντέξει τις μεγάλες δόσεις καλοκαιριού που είχε χορηγήσει στον εαυτό του.
Ολα χάθηκαν -εικόνες και σκέψεις- τη στιγμή που άκουσε τις σειρήνες του ασθενοφόρου και του περιπολικού. Δευτερόλεπτα μετά εμφανίστηκαν τα οχήματα να τρέχουν σαν δαιμονισμένα. Σηκώθηκε, έκανε δυο-τρία βήματα προς την πλευρά του δρόμου και, χρησιμοποιώντας την παλάμη του σαν σκίαστρο, παρακολούθησε το τέλος της διαδρομής τους. Είδε κατοίκους και παραθεριστές να ακολουθούν λαγγεμένοι* τον απόηχο των σειρήνων. Τους ακολούθησε, έχοντας όλες του τις αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση.
Δεξιά από τον πέτρινο φράχτη του ξενοδοχείου, που αποτελούσε -εκτός από κόσμημα της περιοχής, φτιαγμένο στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα- το σημείο εκκίνησης για την τουριστική ανάπτυξη του τότε μικρού οικισμού, είχαν συγκεντρωθεί ειδικοί και περίεργοι.
Επιβράδυνε το βηματισμό του. Τα χρόνια είχαν περάσει για αχρείαστες σωματικές καταπονήσεις. Προχώρησε μέχρι εκεί όπου οι Αρχές είχαν τοποθετήσει τη γνωστή ριγέ ερυθρόλευκη κορδέλα και πέρασε -χωρίς σκέψη- το σώμα του από κάτω της. Πριν προλάβουν να τον σταματήσουν, είχε τραβήξει γρήγορα -σαν πιστολέρο- την υπηρεσιακή του ταυτότητα. Συνάντησε βλέμματα κατανόησης και σεβασμού. Ηταν γνωστός για τις επιτυχίες του.
Είδε το σώμα του άνδρα -γύρω στα σαράντα, ηλιοκαμένος, μυώδης, με ξανθά βαμμένα μαλλιά και μαγιό κολλητό- άκαμπτο, πεσμένο μπρούμυτα. Οι διασώστες τον γύρισαν ανάσκελα. Είδε πολλαπλά νύγματα να έχουν κεντήσει το στήθος του και τα χέρια του. Αλλεργικό σοκ, σκέφτηκε. Η ακαμψία δήλωνε πως είχε «φύγει» λίγο πριν το λυκαυγές. Είχε σημάδια στους καρπούς. Εκχυμώσεις στον αυχένα. Υπολείμματα ζάχαρης ή κάποιου άλλου υλικού που περιείχε γλυκόζη. Εκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε το αμφίσημο πόρισμα του ιατροδικαστή: αυτοκτονία ή ατύχημα. Εκείνος ήξερε. Δολοφονία.
«Το όνομά του;», ρώτησε τον αστυνομικό που συμπλήρωνε τη φόρμα αναφοράς.
«Περικλής Λεμπούσης», αποκρίθηκε.
«Επάγγελμα;».
«Δήλωνε δάσκαλος θαλάσσιου σκι», κάγχασε.
Είχε καταλάβει. «Ευχαριστώ», είπε κι έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε απογοητευθεί, ούτε δήλωνε ταπεινός. Περπατώντας με το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος θα ανακάλυπτε στοιχεία. Ηταν άλλωστε η ραχοκοκαλιά της έρευνας. Θρυμματισμένα γυαλάκια, βαθουλώματα από πόδια καρέκλας και συνεχόμενα παράλληλα αυλάκια σαν χωμάτινες ράγες μέχρι το τέλος του οικοπέδου, εκεί όπου άρχιζε η άσφαλτος. Ιχνη από φαρδιά λάστιχα που «φόραγε» όχημα αγροτικό ή τύπου τζιπ υποδήλωναν πως ο οδηγός του είχε μαρσάρει, αναπτύσσοντας ταχύτητα σε σύντομο χρόνο.
Χωρίς να χάσει καιρό, τηλεφώνησε στο σύνδεσμό του στη Γενική Ασφάλεια. Εμαθε πως ο δάσκαλος διασκέδαζε πλούσιες κυρίες με σκοπό να απολαμβάνει πολυτελή διαβίωση. Επάγγελμα: συνοδός κυριών.
Ρώτησε κι έμαθε από τον μπάρμαν του μπιτς μπαρ όπου απολάμβανε μέχρι πρότινος τις λεμονάδες του -χρειάστηκε γενναίο φιλοδώρημα για να ανοίξει το στόμα του- για την πιο πλούσια κυρία της Πολίχνης.
Ηταν η Λουκρητία Βερβερίνου, σύζυγος του αξιότιμου κυρίου Βερβερίνου, ιδιοκτήτη του ξενοδοχειακού συγκροτήματος και αναγεννητή του τόπου. Ο συμπαθής και συνάμα πολυλογάς νεαρός τον ενημέρωσε για τις φήμες που συνόδευαν το ζεύγος. Εκείνη τολμηρή κι ανοιχτή στις προκλήσεις, εκείνος παθολογικά ζηλότυπος. Το δάκτυλό τού έδειξε την κυρία Λουκρητία, πενήντα μέτρα μπροστά από το μπαρ προς την ακτή. Είχε καλύψει το κεφάλι της με ένα ψάθινο καπέλο που θύμιζε διεθνούς φήμης κινηματογραφική σταρ περασμένων δεκαετιών, με συμπλήρωμα τον τεράστιο κοκάλινο μαύρο σκελετό γυαλιών ηλίου που κάλυπτε σχεδόν όλο της το πρόσωπο.
«Θα ανακαλύψω ποιος σκότωσε τον εραστή σας, χωρίς να αποκαλύψω τη σχέση σας», της είπε χωρίς να την καλημερίσει. Είδε τα βουρκωμένα της μάτια να τον κοιτάζουν. Φόβος κι ελπίδα κι αγωνία. Ενευσε καταφατικά. Τα λόγια ήταν περιττά. «Τομαζίδης. Ιδιωτικός ερευνητής», είπε κι έφυγε όσο αθόρυβα είχε εμφανιστεί.
Με ένα δεύτερο τηλεφώνημα στον κατάλληλο άνθρωπο ενημερώθηκε εν περιλήψει για το ιατρικό ιστορικό του «Πέρυ». Ηταν σε γνώση του η αλλεργία, του είχε συσταθεί να έχει πάντοτε μαζί του ένεση αδρεναλίνης.
Κάθισε στο σκαμπό του μπαρ. Εβγαλε ένα χαρτονόμισμα και το σφήνωσε στην κλειστή παλάμη του πληροφοριοδότη του. «Ποιος έχει μελίσσια εδώ;», ρώτησε κι ο μπάρμαν του έδωσε όνομα, τον κύριο πελάτη του -ως εκ θαύματος, ήταν ο κύριος Βερβερίνος- και μέρος όπου σύχναζε.
Τον βρήκε να κάθεται σε μια παράταιρη καρέκλα σε σχέση με τις υπόλοιπες, σαν να την είχε φέρει μαζί του, στο μοναδικό τραπέζι του καφενείου που δεν ήταν στη σκιά, χαμένος στις σκέψεις του. Είχε παρκάρει άτσαλα το αγροτικό πάνω στο πεζοδρόμιο. Είχε δει το κουτί με τις κερήθρες και τα φαρδιά λάστιχα, ένα γυάλινο βάζο παρατημένο στο πατάκι του συνοδηγού, χοντρές ξεφτισμένες ίνες σχοινιού δίπλα στον λεβιέ ταχυτήτων. Τον πλησίασε και διαπίστωσε πώς ήταν τύφλα στο μεθύσι.
«Ακου πώς έγινε», του είπε, την ώρα που σήκωνε εκείνος αργά το κεφάλι του με μισόκλειστα βλέφαρα. «Του επιτέθηκες από πίσω πιάνοντάς τον από το λαιμό. Τον έριξες κάτω και του έδεσες τα χέρια, τον οδήγησες στο χωράφι, μετάφερες το κουτί με τα μελίσσια, τον άλειψες με γλυκόζη, έσπασες την ένεση που κουβαλούσε, από φόβο μήπως και καταφέρει να λυθεί και σωθεί, κι άφησες ελεύθερες τις μέλισσες να κάνουν τη δουλειά τους», συνέχισε ο Γιώργος Τομαζίδης. «Υποπτεύομαι ποιος κρύβεται πίσω από αυτό, αλλά καλύτερα να τα πεις ο ίδιος όταν θα έχεις ξεμεθύσει», συμπλήρωσε. Ο μελισσοκόμος τον κοίταξε θλιμμένα. Ο ήχος της σειρήνας του περιπολικού τούς πλησίαζε, σχίζοντας τα καυτά κύματα αέρα που έρχονταν από την ακτή.
*λιγωμένοι από πόθο
Who is who: Aγγελος Χαριάτης: Γεννήθηκε στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στον Πειραιά. «Η Πόλη των Γενναίων (Brave City)», Εκδόσεις Μ. Σιδέρη -αστυνομικό μυθιστόρημα- είναι το έβδομο από τα συνολικά εννέα που κυκλοφορούν. Κείμενα, διηγήματα, βιβλιοκριτικές, συνεντεύξεις του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Περισσότερες πληροφορίες και επικοινωνία με το συγγραφέα στο www.chariatis.gr
Το Σάββατο: Βίκυ Χασάνδρα – Hotel Bell Air
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr