Οσο για τα σχόλια του κοινού βγαίνοντας, ήταν εξαιρετικά θετικά, όπως και οι αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ολοι ήταν ευχαριστημένοι και είχαν πράγματι περάσει καλά. Στην πλειονότητά του το κοινό ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά δεν έλειψαν και οι νεότεροι, ενώ δύο μικρά κοριτσάκια, ήταν δεν ήταν έξι ετών, που κάθονταν παραδίπλα, ακόμα και αυτά παρακολούθησαν χωρίς διαμαρτυρία όλη την παράσταση. Η μουσική του Μίκη βλέπετε, που ήταν ο πρώτος και ο απόλυτος πρωταγωνιστής, μπορεί να συγκινεί και να μιλά σε όλες τις ηλικίες. Γι’ άλλη μια φορά η διαπίστωση «τι έχει γράψει ο Μίκης (!), τι παρακαταθήκη έχει ήδη αφήσει στους Ελληνες» ήρθε στο μυαλό με το άκουσμα κάθε τραγουδιού του. Ολα τεράστιες, αγαπημένες επιτυχίες, όλα τραγούδια σημαντικά, που γνώριζαν και σιγοτραγουδούσαν οι θεατές, όταν ειδικά προς το τέλος της παράστασης τους παρότρυναν από σκηνής οι ερμηνευτές του έργου του.
Ωστόσο, όλο αυτό το «μεγάλο καράβι» δεν θα είχε… βγει από το λιμάνι αν δεν είχε ως άξιο καπετάνιο τον Γιώργο Βάλαρη, που έκανε την απόδοση και σκηνοθεσία, που είχε την ιδέα και απευθύνθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη και πήρε τη συγκατάθεσή του για να γίνει το όραμα αυτό πραγματικότητα. Ο Γιώργος Βάλαρης έγραψε επίσης τα, πράγματι, πολύ αξιόλογα πεζά κείμενα που συνοδεύουν την παράσταση, καθώς επίσης έκανε τη σύνθεση του έργου. Ενός έργου πολυεπίπεδου, σαν ψηφιδωτό με ψηφίδες παρμένες όχι μόνο από την «Ομορφη Πόλη» του 1962, αλλά από την ίδια τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη. Στην προσπάθειά του να αναβιώσει εκείνη την «Ομορφη Πόλη», σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, δημιούργησε μια σύγχρονη «Ομορφη Πόλη» του 2020, που αποτυπώνει το έργο του στο διηνεκές του χρόνου, μέσα από τα μονοπάτια της αρχαίας τραγωδίας, όπου τα τραγούδια λειτουργούν ως χορικά.
Η παράσταση αποτελείται από οκτώ εικόνες, στις οποίες τραγούδια και ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη μπλέκονται εμπνευσμένα, δημιουργώντας μια πανανθρώπινη ιστορία με τον δικό της χορό και τα δικά της παθόντα πρόσωπα-πρωταγωνιστές. Μέσα από τα τραγούδια και τα ποιήματα του συνθέτη αναδύεται ένα ολόκληρο έθνος, το ελληνικό, η τραγικότητα και η μοίρα που το έχει σημαδέψει, η πρόσφατη ιστορία του. Στην πένα του συνθέτη δονείται ένας λαός που έχει ανάγκη να ταυτιστεί και να χειροκροτήσει θερμά στίχους ποιητικούς, όπως «βοηθήστε νέοι και νέες να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», από το ποίημα «Ηλιος» του 1967, ή και το «Είσαι Ελληνας» του 1968 και ειδικότερα το στίχο «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά».
Το ξεκίνημα της παράστασης είναι πολύ επιβλητικό και υποβλητικό. Ενώ στο video wall προβάλλονται εικόνες σύγχρονων πόλεων, matrix συμβολισμοί, ακούγονται διάφοροι ήχοι μεγαλούπολης, παράλληλα με μια εκκωφαντική μουσική. Ταυτόχρονα στη σκηνή ηθοποιοί και χορευτές διανύουν νευρικά αποστάσεις, επαναλαμβάνοντας ο καθένας τη δική του φράση ή λέξη σχεδόν νευρωτικά: «αγάπη, χρήματα, δεν θέλω, φοβάμαι» και άλλες ανάλογες. Γενικότερα ήταν πολύ ωραία η ιδέα με τους ηθοποιούς να απαγγέλλουν τα κείμενα σε μορφή προβολών. Εξαιρετικό το κείμενο για το τι είναι η «Ομορφη Πόλη», που απήγγειλε ο Γιώργος Κιμούλης, σε μια γενικότερα αξιοσημείωτη ερμηνεία. Συγκινητικές οι παρουσίες των Κώστα Καζάκου και Λήδας Πρωτοψάλτη στο ρόλο της μάνας. Σπαρακτική σε στιγμές η Ελισάβετ Μουτάφη, ισορροπημένοι και στο πνεύμα της παράστασης οι Πέγκυ Σταθακοπούλου, Κωνσταντίνος Καζάκος, Γιώργος Βάλαρης, Αιμίλιος Ράφτης, Ακης Σιδέρης.
Εξαιρετική η Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης, στιβαρές, λαϊκές ερμηνείες από τον Δημήτρη Μπάση και τον Γιάννη Κότσιρα, που στην κυριολεξία γέμισαν αίσθημα την αίθουσα και συνεπήραν το κοινό, πολύ καλή και η Σαλίνα Γαβαλά, που κατέθεσε και μια ροκ εμπνευσμένη εκδοχή στο αντίστοιχα ενορχηστρωμένο «Είμαστε δύο». Πιο λυρικός ο προσκεκλημένος καλλιτέχνης της βραδιάς Μπάμπης Στόκας. Ανάμεσα στα τραγούδια που ακούστηκαν και τα: «Ομορφη Πόλη», που άνοιξε και έκλεισε την παράσταση, «Δραπετσώνα», «Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά», «Φεγγάρι μάγια μου κανες» – τα δυο τελευταία είχαν ακουστεί και στην παράσταση του 1962- «Βράχο βράχο», «ΈΕα δειλινό», «Της δικαιοσύνης», «Απρίλη μου», «»Ζορμπάς», «Κόκκινο τριαντάφυλλο» και πολλά ακόμα. Με τόσα ζεϊμπέκικα, εύστοχα λίγο πριν από το τέλος είδαμε και ένα παραδοσιακό, αντρικό ρεμπέτικο επί σκηνής, ενσωματωμένο στη δράση.
Ηταν μια απόλυτα άρτια παράσταση, όλα προσεγμένα στην παραμικρή λεπτομέρειά τους, τέλειος ο ήχος, εξαιρετικοί οι φωτισμοί. Ο Γιώργος Βάλαρης κατάφερε όχι μόνο να αναβιώσει την «Ομορφη Πόλη», αλλά να δημιουργήσει μια σύγχρονη, νέα «Ομορφη Πόλη», διαποτισμένη από την ίδια τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και του ελληνικού λαού.
info
Η παράσταση μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη και στο Μέγαρο Μουσικής στις 5-9 Φεβρουαρίου (αίθουσα ΜΙ), ενώ όσοι δεν καταφέρατε να τη δείτε στην Αθήνα θα έχετε μία ακόμα ευκαιρία τον Μάιο που θα επαναληφθεί, επίσης, στο Μέγαρο Μουσικής.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου