Γράφει ο Στέργιος Πουλερές
Για να εξηγήσω καλύτερα αυτό που λέω, εννοώ ότι αυτό που δίνεις εσύ ως θεατής στην εκάστοτε παράσταση, δεν είναι απαραίτητο ότι θα το πάρεις πίσω. Αλλά κι ανάποδα. Αυτό που δίνει η παράσταση σε σένα ή ακόμα και τους συντελεστές της, δεν είναι δεδομένο ότι θα ανταποδοθεί στα ίσια. Είναι μια ευλογημένη σχέση που επιτρέπει σε κάθε μέλος να δώσει αυτό που δύναται ή επιθυμεί κι όχι αυτό που του προσφέρεται.
Η σχέση του θεατή με την παράσταση Βόυτσεκ είναι αυτής της μορφής. Όπως και με κάθε παράσταση που σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Είναι μια σχέση όπου ο θεατής πληρώνει ένα αντίτιμο στο ταμείο, αποδέχεται την απαίτηση του έργου να ανοίξει πλήρως τον εαυτό του από τη θέση του, μα στο τέλος έχει φορτωθεί με πολλά περισσότερα «πεσκέσια» απ΄αυτά που πλήρωσε. Αν δηλαδή αποφασίσουμε να μπούμε σε μια υλιστική προσέγγιση.
Δεν είναι ασήμαντη, σαφώς, αλλά ούτε και η πιο σημαντική. Υπάρχει όμως. Ειδικά στην Ελλάδα του σήμερα είναι ένας σχηματισμός που διαμορφώνει το συναίσθημα. Ιδανικό θα ήταν να εξαλειφθεί, όμως όσο υπάρχει, δε μπορούμε να το περιθωριοποιούμε. Από τη στιγμή όμως που καλύπτεται και με το παραπάνω, δεν χρειάζεται να εμμένουμε σε αυτό.
Το έργο του Μπύχνερ, ενός θρυλικού πια δημιουργού που πέθανε στα 23 του προκαλώντας μεγάλα ερωτηματικά για τα έργα που ίσως θα είχε αφήσει πίσω του αν συνέχιζε μόνο λίγα χρόνια ακόμα, είναι ένα έργο που ζητά έναν οβολό. Ζητά μια ψυχική θέση από τον θεατή. Του ζητά να παραμερίσει την ανάγκη του για εγγυημένο νόημα και την ταύτιση του με το γραμμικό.
Εξάλλου, η Κατερίνα Ευαγγελάτου είχε πει σε συνεντεύξεις της πριν ανέβει το Βόυτσεκ, ότι δεν έχει ακολουθήσει τη συνεκτικά γραμμική πορεία του έργου. Δεν υπάρχουν σκηνές με μια σειρά αρχής, μέσης και τέλους. Υπάρχει μια σειρά που βασίζεται στα πρόσωπα του έργου και στο πως συμπορεύονται επί σκηνής, αλλά ενταγμένη σε μια προσωπική της κι αυτόνομη κατεύθυνση.
Το Βόυτσεκ είναι με όλη τη σημασία του θέατρο. Αυτό που βλέπεις, αυτό που ακούς, αυτό που συναισθάνεσαι. Ένα σώμα-άθυρμα, ένα σώμα που κάθε ηθοποιός μοιάζει να το μεταποιεί. Κι όταν πια συνέρχονται όλοι μαζί στη σκηνή, εκεί βλέπουμε μια χορευτική θηριωδία, μια διαρκή κίνηση που συνδυάζεται με τις λέξεις. Ένας χορός αρχαίας τραγωδίας με τον τραγικό ήρωα στη μέση να οδύρεται ψυχικά και να στέκει σαν να αποδέχεται ότι είναι έρμαιος.
Είναι μια πανδαισία αυτό που γίνεται στη σκηνή. Αυτό που διαδέχεται κάθε προηγούμενο, το επιδεινώνει και ταυτόχρονα ξεκόβει κάθε δεσμό μαζί του. 29 σκηνές που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι 29 ταινίες μικρού μήκους. Όλες τους να ομονοούν σε μια οδύνη. Αυτή που λέει ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντα αδύνατος, δε θα μπορεί να ξεφύγει από την κοινωνική καταπίεση.
Οι επιλογές του είναι δύο. Είτε της ομογενοποίησης είτε της διαφοροποίησης. Τη δεύτερη μοιάζει να διαλέγει ο Βόυτσεκ και γι΄αυτό υφίσταται όσα υφίσταται. Αλλά τα ζει όλα με έναν τρόπο που δε μπορείς να πεις αν το ένα είναι το σωστό και το άλλο το λάθος. Ούτε με τις σημερινές αντιλήψεις ούτε με τις παλιότερες. Αυτό δίνει η παράσταση ως αντιστάθμισμα.
Ο Βόυτσεκ διακατέχεται από μια υπαρξιακή αγωνία έσχατης μορφής. Δεν γίνεται μοιρολατρικός, μα δε μπορεί να κάνει και τίποτα για να μην αφεθεί στην δυστυχία του. Ο Γιώργος Γάλλος, ο Βόυτσεκ, το αποδίδει σε βαθμό απ΄αυτούς που τείνουμε να λέμε υπερβατικούς. Γιατί ίσως δεν ξέρουμε άλλη λέξη πιο ταιριαστή. Γιατί μόνον έτσι μπορούμε να αποδεχτούμε κάτι τόσο όμορφο όπως το θέατρο και η συγκεκριμένη ερμηνεία.
Όχι, δεν αμελώ το σύνολο του θιάσου αναφερόμενος ξεχωριστά στον πρωταγωνιστή. Το αντίθετο επιχειρώ. Όλοι τους αυτοτοποθετούνται με στόχο να αναδειχθεί η τραγική φιγούρα του Βόυτσεκ. Κι αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο, γιατί δεν έχουν προσήλωση μόνο στο κομμάτι τους. Θυσιάζονται όλοι στο όνομα του Βόυτσεκ. Και γι΄αυτό το έργο έχει μια ολοκλήρωση.
Όλα βέβαια καταλήγουν στην Κατερίνα Ευαγγελάτου και σε κάθε άνθρωπο που δίνει νέα βήματα στη σκέψη της. Ο Βόυτσεκ έρχεται σε μια τόσο ιδιαίτερη συγκυρία, αφού δεν θυμάμαι να έχει ποτέ στο παρελθόν δύο παραστάσεις της να παίζονται την ίδια περίοδο.
Με την Κωμωδία των Παρεξηγήσεων να έχει φτάσει στον πέμπτο της μήνα και να ολοκληρώνεται στις 7 Απριλίου για την Αθήνα (10-14 ανεβαίνει Θεσσαλονίκη), ο Βόυτσεκ δείχνει, στα δικά μου μάτια, ότι μιλάμε για μια σκηνοθέτιδα που αλλάζει τα όρια του θεάτρου. Παράγει νέες δομές και κανόνες που δεν υπόκεινται σε λέξεις, τις οποίες τόσο αγαπά…Μονάχα βιώνονται από τον καθένα μας.
Και ο Βόυτσεκ είναι μια παράσταση που συνθλίβει με χάρη το λογικό, το τυποποιημένο, για να ανορθώσει όσα η Κατερίνα επιθυμεί από κοινού με τους συνοδοιπόρους της.
Ταυτότητα Παράστασης:
Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Κίνηση-Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Δραματολογική έρευνα: Έρι Κύργια
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας
Κατασκευή σκηνικού: Γιάννης Νίτσος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σακαλή
Βοηθός χορογράφου: Εμμανουέλα Σακελλάρη
Βοηθός σκηνογράφου: ΦιλάνθηΜπουγάτσου
Βοηθός Παραγωγής: Πάνος Σβολάκης
Διεύθυνση Παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή
Ερμηνεύουν:
Γιώργος Γάλλος-ΒΟΫΤΣΕΚ
Έλενα Μαυρίδου-ΜΑΡΙΑ
Σωτήρης Τσακομίδης-ΓΙΑΤΡΟΣ
Χάρης Χαραλάμπους-ΛΟΧΑΓΟΣ
Λευτέρης Πολυχρόνης-ΑΡΧΙΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Γιώργος Ζυγούρης-ΑΝΤΡΕΣ
Μιχάλης Μιχαλακίδης-ΤΕΛΑΛΗΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΕΒΡΑΙΟΣ
Στέλιος Θεοδώρου-Γκλίναβος-ΤΡΕΛΟΣ ΚΑΡΛ,ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ
Μάνος Πετράκης-ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Αγγελική Αναργύρου-ΜΑΡΓΚΡΕΤ,ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΟΓΟ
και τα παιδιά: Ιάκωβος Δουλφής, Τζώρτζης Καθρέπτης, Αλέξανδρος Καραμούζης, Νίκος Μικελάκης, Πάμπλο Σότο
Πληροφορίες Παράστασης:
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνείου 32 & Βασιλέως Γεωργίου, 210 41 43 310
Τετάρτη 19.00| Είσοδος 20, 17& 15 ευρώ
Πέμπτη 20.30| Είσοδος 20, 17 & 15 ευρώ
Παρασκευή 20.30| Είσοδος 25, 20 & 15 ευρώ
Σάββατο 18.00| Είσοδος 20, 17 & 15 ευρώ
Σάββατο 21.00| Είσοδος 25, 20 & 15 ευρώ
Κυριακή 19.00 | Είσοδος 25, 20 & 15 ευρώ
Διάρκεια Παράστασης: 85 λεπτά
Μια συμπαραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με την εταιρεία ΛΥΚΟΦΩΣ