Η κατάρρευση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ τον γέμισε ελπίδες για την «επόμενη ημέρα» στη Συρία, που οι αιματηρές εχθροπραξίες τη «γονάτισαν». Την ελπίδα ότι «όλα θα πάνε καλά» και πως χρειάζεται «χρόνος για την αποκατάσταση της ομαλότητας» εκφράζουν και οι περισσότεροι Σύροι που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, αν και κάποιοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί «μέχρι να δούμε πού θα οδηγηθούν οι εξελίξεις».
«Ολα έγιναν τόσο γρήγορα και ακόμη δεν έχω σκεφτεί τι θα κάνω. Χρειάζεται ψυχραιμία και να επικρατήσει η ειρήνη. Θα περιμένω να δω πώς θα πάει η κατάσταση, που σίγουρα με την πτώση του Ασαντ είναι καλύτερη. Είμαι παντρεμένος με Ελληνίδα, έχω ελληνική υπηκοότητα. Θέλω σίγουρα όμως να επισκεφθώ τον τόπο μου για ένα διάστημα, να δει και η σύζυγός μου τη χώρα μου», λέει στον «Ελεύθερο Τύπο» ο 33χρονος Μπάσελ.
Για τον ίδιον, ο Ασαντ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας τύραννος. «Οι περισσότεροι θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Ο κόσμος στη Συρία μπορεί και βγαίνει στους δρόμους πλέον χωρίς να φοβάται, γιορτάζει που έπεσε το δικτατορικό αυτό καθεστώς», λέει στον «Ελεύθερο Τύπο».
Αλλωστε, η πολύχρονη δικτατορία της οικογένειας Ασαντ ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Συρία. «Δεν ήθελα να ζήσω κάτω από αυτές τις συνθήκες στη Χομς. Δεν ήθελα να πάω στον στρατό και να πολεμήσω, να κρατήσω όπλο. Το καθεστώς του Ασαντ ήταν απάνθρωπο, όποιος είχε αντίθετη άποψη έμπαινε κατευθείαν στη φυλακή».
Η οικογένειά του (έχει τρεις αδελφούς και δύο αδελφές) βρίσκεται στη Συρία. Πριν από δεκατρία χρόνια, εξαιτίας του καθεστώτος, έφυγαν, όπως περιγράφει, άρον άρον από τη Χομς και πήγαν στην πόλη Ιντλίπμ. «Στη Χομς είχαμε τρία σπίτια, τις δουλειές μας, όμως γίναμε μετανάστες ακόμη και στην ίδια την πατρίδα μας».
Με την πρόσφατη αλλαγή της εξουσίας, οι γονείς του επέστρεψαν στη Χομς. «Δεν νομίζω ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει χειρότερη. Με τον Ασαντ δεν υπήρχε τίποτε θετικό, το μέλλον ήταν μαύρο. Ολοι ήθελαν να φύγουν, για αυτό και προσπάθησαν να το κάνουν παράνομα από την Τουρκία. Ψάχναμε σε ποια χώρα να πάμε για να σωθούμε. Τα βασανιστήρια δεν περιγράφονται με λόγια».
«Σήμερα», λέει ο Μπάσελ, «μετά από δεκατρία χρόνια τυραννίας, αυτό που θέλουμε, αυτό που ονειρευόμαστε, είναι να σταθεί όρθια στα πόδια της η πατρίδα μας και όλοι θα βοηθήσουμε. Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για το καλό της χώρας μας. Και αν οι αντάρτες κάνουν κάτι κακό, τότε θα επαναστατήσουμε. Δεν θα αφήσουμε κανέναν πλέον να βλάψει τη Συρία, να καταπατήσει τα δικαιώματά μας. Δεν είμαστε σαν το Αφγανιστάν ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εχουμε άλλη κουλτούρα, υπάρχουν πολλές θρησκείες μαζί».
Ο Νάντερ Χαλμπουνί, από τους απόδημους Σύρους στην Ελλάδα, γεννήθηκε στη Δαμασκό και εδώ και 35 χρόνια ζει στην Αθήνα. Οπως λέει στον «Ελεύθερο Τύπο», τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να πάει στη Συρία λόγω του πολέμου. Σήμερα, σχεδιάζει να την επισκεφθεί. «Σε έναν μήνα από τώρα θα ανταμώσω με τους συγγενείς και τους φίλους μου».
Ολο αυτό το διάστημα ο Νάντερ παρακολουθεί τις εξελίξεις με κομμένη την ανάσα. Το τέλος του καθεστώτος Ασαντ ήταν «ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί». Βαθιά συγκινημένος που «απελευθερώθηκε η πατρίδα μου», μεταφέρει εικόνες από τη Δαμασκό, έτσι όπως τις περιγράφουν οι δικοί του άνθρωποι που ζουν εκεί.
«Να φανταστείτε, οι γυναίκες βγαίνουν στους δρόμους με τις σκούπες και τα φαράσια και καθαρίζουν, αισθάνονται και πάλι ότι αυτός είναι ο τόπος τους. Για πρώτη φορά η πόλη τους ανήκει. Είναι σαν ένα όνειρο. Είδατε στις ειδήσεις τις φυλακές που είχε δημιουργήσει ο Ασαντ. Τώρα, στη Δαμασκό, πολλοί αναζητούν τους δικούς τους που είχαν εξαφανιστεί. Εγώ έχω δεκατρία ξαδέλφια τα οποία είχαν πάρει μέρος στις μεγάλες διαδηλώσεις του 2012, συνελήφθησαν από το καθεστώς και μέχρι σήμερα αγνοούνται. Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος τους».
«Ο κόσμος έτρεμε να μιλήσει»
Οπως λέει ο Νάντερ, το 2000, όταν ο Μπασάρ αλ Ασαντ διαδέχθηκε τον πατέρα του, Χαφέζ αλ Ασαντ, ο οποίος πέθανε από καρδιακή προσβολή, «όλοι ελπίζαμε ότι θα ήταν καλύτερος, δυστυχώς, όμως, έγινε χειρότερος. Ο Ασαντ είχε την εικόνα προς τα έξω του καλού. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι άνθρωποι έτρεμαν να μιλήσουν. Οταν επικοινωνούσα με τους δικούς μου και τους ρωτούσα πώς είναι η κατάσταση εκεί, εκείνοι μου έδιναν εικόνα με συνθηματικές λέξεις, “θα βρέξει”, “βρέχει” κ.λπ.».