Οι επιλογές που έγιναν τόσο για το σημαντικό ζήτημα της άμυνας όσο και για την Ουκρανία, ήταν πολύ σημαντικές και υπό φυσιολογικές συνθήκες, δηλαδή χωρίς τον επείγοντα χαρακτήρα, θα χρειάζονταν πολλές συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για να ληφθούν τέτοιες αποφάσεις.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλει μέσα στις επόμενες μέρες λεπτομερείς προτάσεις για την ευρωπαϊκή άμυνα, οι οποίες θα απασχολήσουν την τακτική σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 20 και 21 Μαρτίου, ωστόσο με βάση τις πολιτικές επιλογές της Πέμπτης μπορεί ήδη να βγουν τα πρώτα συμπεράσματα.
Το πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι τα κράτη-μέλη μετά την απροθυμία του Ντόναλντ Τραμπ να συνεχίσει να παρέχει στρατιωτική προστασία στην Ευρώπη έναντι της ρωσικής απειλής, αποφάσισαν να πάρουν το θέμα της άμυνας της Ε.Ε. στα χέρια τους. Και οι 27 ηγέτες χωρίς κανένα δισταγμό ενέκριναν πολύ ισχυρά συμπεράσματα στο πλαίσιο της συνόδου, τα οποία έχουν την διάσταση του επείγοντος.
Σύμφωνα με το σχέδιο, την επόμενη τετραετία θα γίνουν συνολικές επενδύσεις σε αμυντικά σχέδια με κόστος 800 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 650 δισ. ευρώ θα διατεθούν κατευθείαν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τα 150 δισ. ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό υπό μορφή δανείων. Επιπρόσθετα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δηλαδή ο χρηματοπιστωτικός βραχίονας της Ε.Ε., τροποποιεί το καταστατικό της, ώστε να μπορεί να δανειοδοτεί και στρατιωτικές επενδύσεις μετά από αιτήματα των κρατών-μελών.
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών δεν θα γίνει με το άγχος των ελλειμμάτων και της αύξησης του χρέους. Η Κομισιόν θα ενεργοποιήσει, όπως έκανε και την περίοδο της πανδημίας, τη λεγόμενη ρήτρα διαφυγής ώστε, αν υπάρξει υπέρβαση του ελλείμματος ενός κράτους-μέλους που οφείλεται στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, δεν επιβάλλονται στο εν λόγω κράτος μέτρα λιτότητας. Με τον τρόπο αυτό, δεν πρόκειται να θιγούν κοινωνικές δαπάνες των κρατών. Φυσικά αυτό διευκολύνει όλες τις κυβερνήσεις που μπορεί να συνεχίσουν να κάνουν παροχές στους πολίτες όταν η οικονομία υπεραποδίδει, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα.
Από ελληνικές πλευράς, η πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνεργασία με τον πρόεδρο της Κύπρου, Νίκο Χριστοδουλίδη, πέτυχαν να περάσει στα συμπεράσματα μια διευκρίνιση ώστε στο μέλλον να μην υπάρξει παρεξήγηση και θέμα ερμηνείας, σύμφωνα με την οποία οι κοινές αμυντικές δυνατότητες δεν έχουν στόχο μόνο την προστασία από τη ρωσική απειλή, αλλά από οποιαδήποτε απειλή. Είναι προφανές ότι η χώρα μας και η Κύπρος απειλούνται πολύ περισσότερο από την Τουρκία παρά από τη Ρωσία. Αντίθετα, η ρωσική απειλή είναι έντονη στους κόλπους των ανατολικών χωρών.
Ανοικτά παραμένουν και άλλα ζητήματα, όπως η πρόταση των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Πολωνίας, Μητσοτάκη και Τουσκ για τη χρηματοδότηση ενός θόλου προστασίας του εναέριου χώρου της Ε.Ε. Αυτό θα συζητηθεί όταν αρχίσει η υλοποίηση των κοινών αμυντικών δυνατοτήτων.
Σε δεύτερη φάση θα συζητηθεί προφανώς και το άλλο μεγάλο ζήτημα του κοινού δανεισμού των κρατών-μελών για την άμυνα, αφού προς το παρόν οι χώρες του κοινοτικού βορρά δεν είναι πολιτικά έτοιμες. Θεωρείται όμως πολύ πιθανό ότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να συναινέσουν γιατί ο κοινός δανεισμός είναι η καλύτερη μακροπρόθεσμη λύση.
Σε σχέση με την Ουκρανία, η αρνητική στάση του λαϊκιστή και φιλορώσου πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν, δεν επέτρεψε την έκδοση συμπερασμάτων των 27 κρατών-μελών. Ωστόσο, οι άλλοι 26 ηγέτες εξουσιοδότησαν τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, να εκδώσει το σχέδιο των συμπερασμάτων ως κοινή δήλωση.
Στην εν λόγω δήλωση υπογραμμίζουν, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούν να γίνουν διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία, και συζητήσεις που επηρεάζουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια χωρίς τη συμμετοχή της Ευρώπης. Τονίζουν, επίσης, ότι οποιαδήποτε εκεχειρία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ως μέρος της διαδικασίας που οδηγεί σε μια συνολική ειρηνευτική συμφωνία.