Οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργήσει οι οίκοι αξιολόγησης αλλά και μεγάλες επενδυτικές τράπεζες για την ανάληψη της εξουσίας από μια κυβέρνηση φιλική προς τις αγορές, όπως αυτή της Ν.Δ., είναι πολύ υψηλές.
Προς το παρόν, τα ιστορικά χαμηλά 15ετίας στα οποία έχουν φτάσει οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αποδίδονται και σε μια ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Ηδη το 10ετές βρίσκεται κοντά στο 2% και το 5ετές στο 1%.
Παράλληλα, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας των ομολόγων, το spread με το γερμανικό 10ετές, περιορίστηκε στις 240 (2,4%) μονάδες βάσης από 1.500 (15%) το 2015.
Σημειώνεται ότι πριν από 10 μέρες ο σημερινός κεντρικός τραπεζίτης του ευρώ Μάριο Ντράγκι επανέλαβε τη θέση του ότι η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων θα συνεχιστεί αφήνοντας μάλιστα ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και μείωσής τους αλλά και επανάληψης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Η υποψηφιότητα της κ. Λαγκάρντ, η οποία έχει ταχθεί πολλές φορές υπέρ της χαλαρής νομισματικής πολιτικής (των χαμηλών επιτοκίων που ευνοούν την ανάπτυξη), πυροδότησε μέσα στην εβδομάδα άλλο ένα ράλι στην αγορά ευρωομολόγων, άρα και των ελληνικών, το οποίο προβλέπεται να συνεχιστεί.
Ωστόσο η ελληνική αγορά ομολόγων έχει τα δικά της πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Από τη μια η Ελλάδα μετά το τρίτο Μνημόνιο έχει λύσει το δημοσιονομικό της πρόβλημα και έχει συμφωνία για χρέος που διατηρεί τις χρηματοδοτικές ανάγκες κοντά στο 10% του ΑΕΠ μέχρι και το 2032 (κάτι που δεν έχουν εξασφαλίσει ούτε η Γερμανία ή η Γαλλία), εκμηδενίζοντας σχεδόν τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας που ήταν πάνω από το 50% μέχρι και το 2016. Επίσης, διαθέτει ένα ικανό κεφαλαιακό απόθεμα πάνω από 35 δισ. ευρώ που της επιτρέπει να εξυπηρετεί το χρέος της χωρίς να δανείζεται από τις αγορές για 2,5 χρόνια.
Με δεδομένα όλα αυτά, τα ελληνικά ομόλογα, λόγω χαμηλής πιστοληπτικής βαθμίδας, που δεν επέτρεπε τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωση, δίνουν τις καλύτερες αποδόσεις απ’ όλα τα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης. Σωρευτικά όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους μια καλή επενδυτική ευκαιρία.
Από την άλλη πλευρά, οι αγορές γνωρίζουν ότι η συμφωνία για το χρέος βασίζεται σε υποχρεώσεις για επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και 2,2% ως το 2062. Το χρέος της χώρας -αν και μεσοπρόθεσμα ρυθμισμένο- είναι τεράστιο: βρέθηκε στο 181,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018 και διατηρεί τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων 0,5%-1% υψηλότερα από τα άλλων κρατών της ευρωζώνης λόγω αυξημένου κινδύνου.
Παράλληλα, η αγορά των ελληνικών ομολόγων είναι πολύ «ρηχή». Τα ομόλογα, οι αποδόσεις των οποίων αποκλιμακώνονται τους τελευταίους μήνες, δεν υπερβαίνουν τα 40 δισ. ευρώ και στο μεγαλύτερο μέρος τους κατέχονται από κερδοσκοπικά κεφάλαια (Hedge Funds) τα οποία δεν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα. Αυτό σημαίνει ότι μια μεγάλη πτώση των αποδόσεων μπορεί να δώσει τη σκυτάλη σε μεγάλη άνοδο, αν δύο – τρία κερδοσκοπικά κεφάλαια θελήσουν να ρευστοποιήσουν ελληνικά ομόλογα για να τοποθετηθούν σε μετοχές.
Μέχρι πριν από περίπου τρεις μήνες, τα ελληνικά ομόλογα για τα κεφάλαια αυτά βρίσκονταν στο… καλάθι των τίτλων υψηλού κινδύνου του Νότου, όπως αυτά της Ιταλίας, λόγω της πολιτικής κρίσης και του υψηλού χρέους (που δεν ξεπερνά όμως το 122% του ΑΕΠ). Το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου οι ελληνικοί και οι ιταλικοί τίτλοι ακολουθούσαν πορείες παράλληλες. Από εκεί και πέρα τα ελληνικά ομόλογα «αυτονομήθηκαν» ακολουθώντας μια σταθερά πτωτική πορεία.
Πώς τα ομόλογά μας θα φτάσουν τις αποδόσεις των πορτογαλικών
Τι χρειάζεται να γίνει για να φτάσουν τα ελληνικά ομόλογα τις αποδόσεις των πορτογαλικών (0,3% το 10ετές) ή ακόμη και των ιρλανδικών (0,049% το 10ετές) τίτλων; Τις απαντήσεις έδωσαν οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch που στις τελευταίες αξιολογήσεις τους τήρησαν στάση αναμονής εν όψει των εθνικών εκλογών και δεν αναβάθμισαν την ελληνική οικονομία.
Και οι τρεις οίκοι, που δίνουν τα πιστοποιητικά… «πιστοληπτικής φερεγγυότητας» σε όλες τις χώρες του κόσμου, στα σημειώματά τους για την Ελλάδα επεσήμαναν δύο συν ένα μεγάλα προβλήματα: Το υψηλό δημόσιο χρέος που δεν μπορεί να μειωθεί άμεσα, την ανάγκη επιτάχυνσης της αναιμικής ανάπτυξης και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε ως βασικό προεκλογικό σλόγκαν την ισχυρή ανάπτυξη. Δεσμεύτηκε για ξεμπλοκάρισμα επενδύσεων, μείωση φόρων, διευκόλυνση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, πληροφορίες θέλουν το οικονομικό επιτελείο να εξετάζει την καλύτερη χρήση του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας ώστε να μειωθούν ταχύτερα τα «κόκκινα» δάνεια.
Μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ. θα δώσει το «πράσινο φως» για τουλάχιστον δύο άμεσες αναβαθμίσεις της οικονομίας. Στις 2 Αυγούστου είναι προγραμματισμένη νέα αξιολόγηση από τη Fitch, η οποία έχει κατατάξει την Ελλάδα στη βαθμίδα ΒΒ-, δύο βαθμίδες κάτω από τη λεγόμενη «επενδυτική», που είναι η βαθμολογία ΒΒΒ.
Στις 23 Αυγούστου νέα αξιολόγηση θα έχουμε και από τον μεγαλύτερο οίκο, τη Moody’s, που μας έχει κατατάξει σήμερα στη βαθμίδα Β1, τέσσερα σκαλιά κάτω από την «επενδυτική» βαθμίδα.
Τον Οκτώβριο θα πρέπει να αξιολογήσει εκ νέου την οικονομία και η Standard & Poor’s, η οποία έχει κατατάξει την Ελλάδα στη βαθμίδα Β+, τέσσερις θέσεις κάτω από την «επενδυτική» βαθμίδα.
Η επίτευξη το ταχύτερο δυνατό της επενδυτικής βαθμίδας δεν είναι μόνο θέμα γοήτρου αλλά συνδέεται άμεσα με την πραγματική οικονομία.
Σε επίπεδο δημόσιου δανεισμού θα χαμηλώσει το ταβάνι του κόστους χρήματος κάτω από το 2%. Τούτο διότι εκτός από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια θα μπορούν να επενδύσουν και οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές (ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες), οι οποίοι αποθεματοποιούν τα ομόλογα συμβάλλοντας στη σταθερότητα των αποδόσεων.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Δημοσίου θα συμπαρασύρει προς τα πάνω και την αντίστοιχη διαβάθμιση για τις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες θα δανείζονται φθηνότερα από τη διατραπεζική και θα μπορούν να δανείζουν φθηνότερα τις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, αν η Ελλάδα πετύχει να βρεθεί σε επενδυτική βαθμίδα, θα μπορεί να αναμένει την ένταξή της σε ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που θα ξεκινήσει η ΕΚΤ μάλλον από τις αρχές του 2020.
Σχέδια για 15ετές ομόλογο
Βοήθεια στη σταθερότητα των χαμηλών αποδόσεων θα αποτελέσει και η αύξηση της ρευστότητας των ομολόγων.
Στην κατεύθυνση αυτή ο ΟΔΔΗΧ από τώρα σχεδιάζει για τους επόμενους μήνες δύο εκδόσεις ομολόγων. Ως γνωστόν, το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού προέβλεπε εκδόσεις ομολόγων ύψους 7,5 δισ. ευρώ. Μέχρι τώρα έχουν αντληθεί από την αρχή του χρόνου 5 δισ. ευρώ από τις εκδόσεις του 5ετούς τον περασμένο Ιανουάριο (2,5 δισ. ευρώ) και του 10ετούς (2,5 δισ. ευρώ) τον περασμένο Μάρτιο.
Με δεδομένο το ευνοϊκό περιβάλλον για τα ελληνικά ομόλογα, πλέον ο οργανισμός σχεδιάζει να ενισχύσει τη ρευστότητα των 5ετών τίτλων με νέα έκδοση, με επιτόκιο που θα είναι λίγο πάνω από 1% και να επιχειρήσει την έκδοση πιο μακροπρόθεσμου ομολόγου, 15 ετών, ώστε να συμπληρώσει την καμπύλη ομολόγων και σε αυτή τη διάρκεια. Οι σημερινές εκτιμήσεις είναι ότι μπορεί να πετύχει ένα επιτόκιο κοντά στο 3%.
Ο… πόλεμος των «κόκκινων» δανείων
Αποφασιστικής σημασίας για την επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης θα είναι η ταχύτερη εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών από τα «κόκκινα» δάνεια.
Τούτο διότι όσο υψηλότερες προβλέψεις διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες για τα «κόκκινα» δάνεια τόσο λιγότερα δάνεια θα μπορούν να δώσουν σε πολίτες και επιχειρήσεις.
Η νέα κυβέρνηση θα παραλάβει ένα έτοιμο σχέδιο για άμεση μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 20 δισ. ευρώ με κρατικές εγγυήσεις περίπου 7,5-8 δισ. ευρώ για τις απώλειες που θα έχουν οι τράπεζες από την ενεργή διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Το σχέδιο έχει υποβληθεί για έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού τον περασμένο Μάρτιο. Το σχέδιο ΑPS (Asset Protection Scheme) μοιάζει σε πολλά σημεία με το ιταλικό μοντέλο. Ωστόσο κόλλησε στο σημείο της προμήθειας που θα πρέπει να πληρώνουν οι ελληνικές τράπεζες στο Δημόσιο έναντι των εγγυήσεων που θα δώσει.
Ιταλικό μοντέλο
Με βάση το ιταλικό μοντέλο, οι τράπεζες πρέπει να πληρώνουν προμήθεια συνδεδεμένη με το ασφάλιστρο κινδύνου έναντι χρεοκοπίας (CDS) για το Ελληνικό Δημόσιο. Τον Μάρτιο το ασφάλιστρο αυτό έφτανε στο 4% και ήταν ασύμφορο για τις τράπεζες. Σήμερα, λόγω της πτώσης των αποδόσεων, το ασφάλιστρο έχει μειωθεί σε 2,4% και πλέον το σχέδιο μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από τα επιμέρους σχέδια που εκπονεί η κάθε τράπεζα.
Με τη μεταφορά των 20 δισ. σε εταιρία ειδικού σκοπού οι τράπεζες θα απαλλάξουν τους ισολογισμούς τους από ισόποσα «κόκκινα» δάνεια, ενώ το ποσοστό τους θα μειωθεί άμεσα από το 45% στα 33%.
Το στοίχημα της νέας κυβέρνησης θα είναι να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση του σχεδίου και να αρχίσει την επεξεργασία και του αντίστοιχου προγράμματος που έχει εκπονήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο προβλέπει αντί άμεσων εγγυήσεων την «κεφαλαιοποίηση» με νόμο αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων ύψους 7 δισ. ευρώ με στόχο την περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 40 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση