Η προστασία αυτή παρέχεται, αν και ο Ν. 4605/2019 δεν προβλέπει ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο. Ωστόσο, η προστασία αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη για τα χρέη του προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με διευκρινιστική εγκύκλιο που υπέγραψε και απέστειλε πρόσφατα σε όλες τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες της χώρας ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλής, κάθε φυσικό πρόσωπο που δικαιούται να υπαχθεί στο νέο καθεστώς προστασίας της κύριας κατοικίας του από πλειστηριασμούς για χρέη προς τις τράπεζες, σύμφωνα με το Ν. 4605/2019 προστατεύεται ταυτόχρονα και από τους πλειστηριασμούς για χρέη προς το Δημόσιο.
Ωστόσο, οι αρμόδιες φορολογικές αρχές εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν κατασχέσεις και στην κύρια και σε τυχόν δευτερεύουσες κατοικίες του, καθώς επίσης και στις καταθέσεις και τα εισοδήματά του, προκειμένου να εισπράξουν τις οφειλές του προς αυτές.
Τι ισχύει
Στην εγκύκλιο που εξέδωσε και απέστειλε στις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα ο διοικητής της ΑΑΔΕ διευκρινίζονται, ειδικότερα, τα εξής σχετικά με την εμπλοκή του Δημοσίου στις νέες διατάξεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς:
1 Στο πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων που προβλέπονται στα άρθρα 68 έως 84 του Νόμου 4605/2019 (συναινετική ρύθμιση κατ’ άρθρα 72 επ. και δικαστική ρύθμιση κατά το άρθρο 77 του νόμου), με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας φυσικού προσώπου από την αναγκαστική ρευστοποίηση, εμπίπτουν μόνο οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και οφειλές από στεγαστικό δάνειο προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες υφίσταται εμπράγματη ασφάλεια στην κύρια κατοικία του οφειλέτη ή του τρίτου αιτούντος.
Επομένως, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις νέες διατάξεις δεν ρυθμίζονται οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης, δεν ρυθμίζονται ούτε οφειλές φυσικών προσώπων για τις οποίες υφίσταται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Η προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατ’ εφαρμογή των νέων διατάξεων, ισχύει όμως και έναντι του Δημοσίου, ως πιστωτή, παρά το γεγονός ότι οι απαιτήσεις αυτού δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης.
Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια για τη δημιουργία 989 νέων θέσεων εργασίας
2 Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 78, για τον οφειλέτη που έχει υποβάλει αίτηση συναινετικής ρύθμισης κατ’ άρθρο 72 του νόμου και κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας του άρθρου 73, ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή κάθε πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του, η οποία αρχίζει να ισχύει, έναντι των πιστωτών που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο, από τη μεταγραφή στο βιβλίο μεταγραφών ή την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο της αίτησης για τη ρύθμιση οφειλών.
3 Για τον οφειλέτη που έχει υποβάλει αίτηση συναινετικής ρύθμισης κατ’ άρθρο 72 του νόμου και δεν κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας δεν ισχύει η αυτοδίκαιη αναστολή. Ο αιτών όμως έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 1.000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 78 περί προσωρινής προστασίας, το Δημόσιο υποχρεούται αποκλειστικά στη μη έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας ή, εφόσον αυτό έχει εκδοθεί, στη μη πραγματοποίησή του. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 78, η προσωρινή προστασία δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη.
4 Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 79, μετά την επίτευξη συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με έναν τουλάχιστον πιστωτή, δεν επιτρέπονται σε οποιονδήποτε πιστωτή του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα η επίσπευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή υποθήκης ή η τροπή της προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 79, είναι δυνατή η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης για απαίτηση που γεννιέται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, κατόπιν συναίνεσης του αιτούντος.
5 Οι απαγορεύσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 79 δεν καταλαμβάνουν τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις, αν και ήταν επιδεκτικές ρύθμισης, δεν ρυθμίστηκαν συναινετικά ή δικαστικά. Στις περιπτώσεις αυτές, όλοι οι πιστωτές (μεταξύ αυτών και το Δημόσιο) μπορούν να αναγγελθούν για το σύνολο των απαιτήσεών τους.
6 Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 83 του Ν. 4605/2019, η ύπαρξη τυχόν εκκρεμούς αίτησης για ρύθμιση οφειλών κατά το άρθρο 4 του Ν. 3869/2010 (σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό) δεν αποτελεί κώλυμα για την υποβολή αίτησης συναινετικής ρύθμισης κατά τον Ν. 4605/2019. Σε περίπτωση όμως που ο αιτών επιτύχει συναινετική ρύθμιση οποιασδήποτε από τις οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά το Ν. 4605/2019, η δίκη του Ν. 3869/2010 καταργείται, επομένως παύουν να ισχύουν οι έννομες συνέπειες από την κατάθεση της αίτησης του Ν. 3869/2010, καθώς και η τυχόν χορηγηθείσα προσωρινή προστασία σύμφωνα με το νόμο αυτόν.
7 Ως προϋπόθεση υποβολής αίτησης για δικαστική ρύθμιση οφειλών κατά το άρθρο 77 του Ν. 4605/2019 (σε περίπτωση που ο αιτών δεν έχει κριθεί επιλέξιμος κατά τη διαδικασία της συναινετικής ρύθμισης ή αυτή δεν επιτεύχθηκε για οποιονδήποτε λόγο) προβλέπεται η παραίτηση του αιτούντος από τυχόν εκκρεμή αίτηση του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010.
8 Οι παραπάνω διατάξεις θα αρχίσουν να ισχύουν από την 30ή/4/2019.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου