Στίχοι και μουσική ανήκουν στον γνωστό συνθέτη Κώστα Γιαννίδη (Γιάννης Κωνσταντινίδης), ενώ το τραγούδι ηχογραφείται με τη φωνή του Βαγγέλη Περπινιάδη στις αρχές Μαρτίου 1961, λίγες εβδομάδες μάλιστα πριν από το αποτρόπαιο έγκλημα.
Εξήντα δύο χρόνια, λοιπόν, συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τα τέλη Μαρτίου 1961, όταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μιλούν για την εν ψυχρώ δολοφονία της πανέμορφης Αλεξάνδρας Μ. από τον θείο της, όταν αυτή κοιμάται ανάμεσα στις δύο μικρές ανιψιές της.
Το 21χρονο θύμα φτάνει -τρία χρόνια πριν- από τη Μάνη στην πρωτεύουσα μαζί με τον 26χρονο αδελφό της Δημήτρη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη μετά την απώλεια του πατέρα τους από καρκίνο, ενώ εργάζεται ως μοδίστρα. Παρότι, όπως συνηθίζεται τότε στη Μάνη, πεθαίνοντας ο «πατριάρχης»-πατέρας της οικογένειας ορίζει ως «προστάτη» των παιδιών τον αδελφό του, αυτός αρνείται να το κάνει γνωρίζοντας καλά την παρεμβατική συμπεριφορά του τελευταίου.
Τα δύο νεαρά αδέλφια μένουν σε μικρή μονοκατοικία της οδού Προποντίδος στο Αιγάλεω μαζί με την οικογένεια της θείας τους και δύο ανίψια, τριών και πέντε ετών. Αν λάβουμε υπόψη ότι εκεί καταφεύγει πολλές φορές και ο αδελφός του πατέρα τους Γεώργιος Μ., τότε συνειδητοποιούμε ότι σε χώρο μόλις 12 τετραγωνικών μέτρων διαβιούν 7 άτομα. Όμως, παρά τις δύσκολες συνθήκες, όλοι μιλούν για μια ήσυχη οικογένεια, ενώ η όμορφη Αλεξάνδρα περιγράφεται από τους γείτονες ως κοπέλα χαμηλών τόνων που βγαίνει από το σπίτι μόνο για να συναντήσει τον αρραβωνιαστικό της Βασίλη Β. που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό, με τον οποίο μάλιστα ετοιμάζονται να παντρευτούν στα τέλη Απριλίου.
Αντίθετα, απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί απ’ όλους συνοδεύουν τον 28χρονο θείο τους Γιώργο Μ., με τις εφημερίδες να υπερθεματίζουν εναντίον του: «Γιατί αυτός δεν ήτο εις θέσιν ούτε τον εαυτόν του να κουμαντάρη, ενώ ο χαρακτήρας κάθε άλλο παρά αδαμάντινος ήτο. Μέθυσος, καβγατζής, τραμπούκος, έκανε τον παλικαρά, απασχολούσε την αστυνομία, εγκατέλειψε τη γυναίκα και τα παιδιά του και γενικά του είχαν κολλήσει τη σφραγίδα κάθαρμα».
Στις 2 τα ξημερώματα Κυριακής 26 Μαρτίου ο τελευταίος, συνοδευόμενος από τη φίλη του Μαλάμω Λ., με την οποίοι συζεί στο σπίτι της στο Περιστέρι, φτάνει στην οδό Προποντίδος κρατώντας δίκαννο. Πλησιάζει το κρεβάτι που κοιμάται η Αλεξάνδρα ανάμεσα στα δύο ξαδελφάκια της, αδειάζει το κυνηγετικό όπλο στον κρόταφό της και κάποιες ώρες αργότερα πηγαίνει με αυτό στο τοπικό αστυνομικό τμήμα λέγοντας στους έκπληκτους αστυνομικούς: «Σκότωσα την ανιψιά μου για λόγους τιμής».
Η αποκάλυψη για βιασμό, η διαπόμπευση και η δίκη
Ο δράστης ενοχοποιεί από την πρώτη στιγμή το θύμα λέγοντας ότι με την αποτρόπαια πράξη του θέλησε να αποκαταστήσει τη τιμή της οικογένειας αφού η Αλεξάνδρα ζούσε άσωτη ερωτικά ζωή:
«Ήταν αρραβωνιασμένη και την παράτησε ο αρραβωνιαστικός της επειδή έμαθε ότι πριν από αυτόν είχε κι άλλους. Δεν την έπαιρνε και στη φαμίλια μας θα έμενε η ντροπή», δηλώνει χαρακτηριστικά στον ανακριτή, αλλά σύντομα αποκαλύπτεται ότι είχε βιάσει την 21χρονη ανιψιά του, κάτι που η τελευταία αποκαλύπτει με γράμμα στη μητέρα της. Ο μνηστήρας και υποψήφιος γαμπρός ζητά εξηγήσεις και μία ημέρα πριν απ’ τη συνάντηση του ζευγαριού, που η κοπέλα θα αποκάλυπτε τη θλιβερή αλήθεια, ο θείος-βιαστής τη δολοφονεί.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Η απόπειρα δολοφονίας του από τη «17Ν» [βίντεο]
Την τραγική δολοφονία ακολουθεί η διαπόμπευση του θύματος. Κλειστά στόματα ώστε να μην αποκαλυφθεί το «ένοχο μυστικό» που θα πλήξει την… τιμή της οικογένειας, υπονοούμενα εναντίον της για άστοχη ερωτική ζωή, ενώ η ίδια κηδεύεται ως άπορη σε μια γωνιά του Γ’ Νεκροταφείου.
Στη δίκη που ακολουθεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η υπερασπιστική γραμμή του συνηγόρου του δράστη είναι πως «στη Μάνη ακόμα και οι κουμπάροι ενδιαφέρονται για την τιμή της οικογένειας». Η μητέρα της Αλεξάνδρας καταθέτει πως ο δολοφόνος «την πότιζε χασίς για να τη διαφθείρει», την εκβίαζε και τελικά «τη σκότωσε γιατί ήξερε τη βρωμιά του και της έκλεισε το στόμα». Ο δράστης καταδικάζεται σε 20ετή φυλάκιση αλλά η «δίκη» του θύματος συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την επιτυχία του κομματιού που αναφέραμε στην αρχή.
Σ’ ένα ακόμα απίστευτο παιχνίδι της μοίρας, στο σπίτι του δολοφόνου βρίσκονται κάποιοι στίχοι του προμηνύουν όσα ακολουθούν…
«Δεν σκέφτομαι τη μάνα μου και το κατάντημά της
αλλά μια κόρη ορφανή που ‘μαι το στήριγμά της.
Αμάρτησα, δικάστηκα, κατάδικος θα ζήσω
με σίδερα στα χέρια μου κατάδικος θα σβήσω…».