Ηδη από το 1823 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, μιλώντας στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, προβλέπει ποιο θα είναι το δικό του τέλος, αλλά και των άλλων ηγετικών μορφών του αγώνα: «Αφού οι κοτζαμπάσηδες, τώρα που είμαστε δυνατοί κι έχουμε τα άρματα στα χέρια μας, κάνουν έτσι, αύριο θα μας σύρουν στη φούρκα. Εσένα θα σου πλέξουν το σκοινί της φούρκας. Αυτοί θα μας το φάν’ το κεφάλι». Και πράγματι, έτσι έγινε…
Νικηταράς: Σαν Νικήτα Σταματελόπουλο τον γνωρίζουν ελάχιστοι, αφού όλοι τον ξέρουν με το αιμοσταγές ψευδώνυμό του. Μιλάμε φυσικά για τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο, τον οποίο οι σύντροφοί χαρακτηρίζουν ως «Λέοντα βρυχόμενον κατά των πολεμίων, αλλά αρνίον ήμερον μεταξύ των συμπολιτών του». Δυστυχώς και για αυτόν αποφασίζουν εκείνοι που είναι «αρνιά κατά των πολεμίων και λέοντες κατά των συμπολιτών τους», με αποτέλεσμα στα τελευταία χρόνια της ζωής του κάθε άλλο παρά να θυμίζει τον αγέρωχο οπλαρχηγό των ημερών της Επανάστασης. Ο λόγος δεν είναι μόνο η ηλικία των 68 ετών, αλλά και η πίκρα του από την περιφρόνηση που συναντά από τους Βαυαρούς του Οθωνα, που κυβερνούν τη γη που αυτός έχει ελευθερώσει.

Μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, κάτι που αντιβαίνει στους βαυαρικούς σχεδιασμούς. Η συμμετοχή του το 1839 στην ίδρυση της Φιλορθοδόξου Εταιρίας που ως σκοπό της έχει την απελευθέρωση αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών και την άνοδο στον θρόνο ορθόδοξου βασιλιά, τον οδηγεί, στο τέλος της ζωής του, στη φυλακή.
Στη δίκη που γίνεται το καλοκαίρι του 1840, φαίνεται ξεκάθαρα πως οι άσχημες συνθήκες φυλάκισης τον έχουν καταβάλει: «Η θέα του κατωχριωμένου εκ της φυλακής και της ασθένειας προσώπου του στρατηγού Νικήτα και η μνήμη των ενδόξων υπέρ της πατρίδος αγώνων του έπνιξε την καρδίαν του ακροατηρίου», γράφει η εφημερίδα «Αιών» τις ημέρες της δίκης. Το δικαστήριο τον αθωώνει, αλλά τον έχει καταδικάσει το παλάτι και έτσι, παρά την αθωωτική απόφαση, παραμένει σε περιορισμό στην Αίγινα.
Ο Μακρυγιάννης, διαμαρτυρόμενος στον Οθωνα για την εξαθλίωση του πρώην οπλαρχηγού, που τον βρίσκει «…ρέστο και χωρίς μιστόν», καταφέρνει την αποφυλάκισή του. Ομως, αντί τιμητικής σύνταξης, η ελληνική Πολιτεία, που εκείνος απελευθερώνει, «ανταμείβει» αυτόν και την οικογένειά του με άδεια επαιτείας κάθε Παρασκευή στον Ναό της Ευαγγελίστριας. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος φεύγει από τη ζωή το 1849, αφού πρώτα έχει χάσει το φως του, και θάβεται δίπλα στον Κολοκοτρώνη, όπως είναι η τελευταία του επιθυμία.
Γεώργιος Καραϊσκάκης: Οταν η Επανάσταση έχει καταφέρει να πετύχει τον πρώτο της σκοπό, δηλαδή να δημιουργήσει μια «μαγιά» υποτυπώδους κράτους, στη χώρα καταφτάνει πλήθος ξένων, αποτυχημένων στρατιωτικών και επαγγελματιών μισθοφόρων, που δίνουν μέχρι και σήμερα το όνομά τους σε δρόμους και πλατείες. Δύο από αυτούς -οι Αγγλοι Κόχραν και Τσωρτς- γίνονται η αιτία θανάτου του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

Τον Απρίλιο του 1827 σχεδιάζεται μία πολύ σημαντική μάχη για τη σωτηρία της Αθήνας από την πολιορκία του Κιουταχή. Το σχέδιο διάσωσής της ετοιμάζει ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης. Ομως, παραμονές της σύγκρουσης, του αφαιρείται η αρχιστρατηγία και δίνεται στον Τσωρτς. Η πίκρα του αρχιστράτηγου γι’ αυτή την αλλαγή είναι τόσο μεγάλη, που ο Μακρυγιάννης περιγράφει τον μετέπειτα θάνατό του περίπου ως αυτοκτονία: «Αφού είδε αυτό (τον διορισμό του Τσωρτς) ο Καραϊσκάκης, του κακοφάνη, και σας λέγω αυτό τον έκαμεν περισσότερο να πάγει να σκοτωθεί». Ο Καραϊσκάκης τραυματίζεται πολύ σοβαρά στη μάχη του Φαλήρου, αλλά ακόμα και τότε είναι τόση η απέχθειά του προς τους ξένους που έχουν έρθει να κάνουν τους αρχηγούς στα παλικάρια του, που παρότι βαριά λαβωμένος, οι πρώτες κουβέντες είναι: «Ενα πράμα μονάχα σας παρακαλώ, μην αφήσετε Φράγκο γιατρό να έρθει κοντά μου».

Η μάχη του Καραϊσκάκη με τον θάνατο κρατάει μία μέρα. Τα τελευταία του λόγια είναι κάτι μεταξύ παραινέσεων και παραμιλητού: «Η πατρίδα μού ανέθεσε έργο πολύ βαρύ. Δέκα μήνες έβαλα όλα μου τα δυνατά να το φέρω σε τέλος. Μια ζωή μούμεινε, της την έδωσα κι αυτή. Πεθαίνω, μα εσείς ορέ αδέλφια, ν’ αποτελειώσετε το έργο μου. Γλιτώστε την Αθήνα, την Αθήνα να γλιτώσετε». Ομως, η μάχη του Φαλήρου, με στρατηγούς τους Τσωρτς και Κόχραν, χάνεται, με αποτέλεσμα την καταστροφή του ελληνικού στρατού, την παράδοση της Αθήνας στον Κιουταχή και τον κίνδυνο αιφνίδιας κατάρρευσης της Επανάστασης.
Η «εξαίρεση» του Κολοκοτρώνη

Μπορεί τελικά να αποτελεί την εξαίρεση, αλλά ούτε ο Γέρος του Μοριά μπορεί ν’ αποφύγει τη διαπόμπευση από τους… άκαπνους στη διάρκεια της Επανάστασης. Σύρεται στις άθλιες φυλακές της Ακροναυπλίας και οδηγείται στο δικαστήριο με τις πιο βαριές κατηγορίες: προσπάθεια πρόκλησης εμφυλίου πολέμου, ληστείες με στόχο τη βασιλική εξουσία και συνεργασία με τη Ρωσία με στόχο την κατάργηση της αντιβασιλείας.
Στην απολογία του συγκλονίζει όταν τον ρωτάνε τι επάγγελμα έχει: «Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεµώ για την πατρίδα. Πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Στη δίκη-παρωδία καταδικάζεται σε θάνατο, αναγκάζοντας τον δικαστή που μειοψηφεί να πει πως «Με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία ούτε γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο».
Τελικά, ο στρατηγός της Επανάστασης όχι μόνο δεν εκτελείται αλλά είναι κι από τους ελάχιστους οπλαρχηγούς του Αγώνα που ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με δόξες και τιμές. Φεύγει τιμημένος εν ζωή από την πατρίδα του έπειτα από ένα μεγάλο γλέντι. Οι τελευταίες του κουβέντες είναι στον γιο του, Γενναίο: «Σου αφήνω τόσους φίλους όσα φύλλα έχουν τα κλαριά και φρόντισε να τους φυλάξεις».
Στην κηδεία του είναι ντυμένος με στολή στρατηγού και στο σπαθί του, κάτω δεξιά από τα πόδια του, έχει τοποθετηθεί μια τουρκική σημαία, κι αριστερά η περικεφαλαία και ο θώρακάς του, ενώ έχει σκεπαστεί με την ελληνική σημαία. Φεύγει δηλαδή όπως θα ήθελαν να έχουν φύγει όλοι οι συμπολεμιστές του.