Η πρώτη θεωρία αναφέρεται πως η ονομασία προέρχεται από τον Δημήτρη (Μήτσο) Κουτσαβάκη που στα χρόνια του Όθωνα, από ευέξαπτος μάγκας του Πειραιά που τον φοβούνται όλοι, γίνεται υπαξιωματικός του Οθωνικού ιππικού, στρέφεται κατά των πρώην φίλων του και τελικά πεθαίνει ως βαρκάρης. Η δεύτερη, έχει να κάνει με τη σύνθεση της λέξης “κουτσά–βαίνω” που σημαίνει βαδίζω σαν κουτσός, κάτι που, κάτι που μοιάζει πιο κοντά στη πραγματικότητα.

Ανεξαρτήτως προέλευσης της ονομασίας, όλα δείχνουν ότι οι πρώτοι κουτσαβάκηδες είναι περιθωριοποιημένοι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, που είτε αγνοούνται από τους Βαυαρούς για στελέχωση του στρατού, είτε δεν ενσωματώνονται ποτέ στους κανόνες του νεοσύστατου κρατιδίου. Ζουν αναπαράγοντας κώδικες και συμπεριφορές των ηρωικών εκείνων χρόνων. Για να επιβιώσουν κάνουν δουλειές του ποδαριού ενώ κάποιοι εξ αυτών “υιοθετούνται” από πολιτικές παρατάξεις της εποχής ως “τραμπούκοι”, δηλαδή άνθρωποι που τρομοκρατούν πολιτικούς αντιπάλους ασκώντας βία σε δημόσιες συγκεντρώσεις.

Σταδιακά τους αντικαθιστά η επόμενη γενιά που ανήκει αμιγώς στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής της πόλης που τους μιμείται στα πάντα. Το σύρσιμο του τραυματισμένου στις μάχες ποδιού των παλαιών αγωνιστών γίνεται κώδικας συμπεριφοράς στους επόμενους, το “αχ βαχ!” των βασάνων μετατρέπεται σε αργκό βαριάς ομιλίας και ύφους, και ο ηρωισμός σε “νταηλίκι”.
Οι κουτσαβάκηδες (ή κουτσαβάκια) έχουν περίπλοκο και εξεζητημένο ενδυματολογικό κώδικα και χαρακτηρίζονται από την προκλητικά αντικοινωνική συμπεριφορά τους. Φορούν σακάκι με μεγάλο καρό ή χρωματιστό ριγέ (φυσικά δεν έχουν ποτέ γραβάτα), στενό παντελόνι στους αστραγάλους, ενώ κάποιες φορές φορούν από πάνω κι ένα δεύτερο φαρδύ. Η μέση τυλίγεται με μακρύ πλατύ ζωνάρι, συνήθως κόκκινο, που αρχίζει από το στήθος συνεχίζεται στον αφαλό και κρέμεται ελεύθερο μέχρι κάτω. Αν κάποιος το πατήσει αποτελεί αιτία καυγά, εξ’ ου και η φράση “Έχει λυμένο το ζωνάρι του για καυγά”. Μέσα στο ζωνάρι υπάρχουν, εναλλάξ, η διμούτσουνη (πιστόλα με δύο κάνες), μαχαίρι, κάμα, τσακμάκι ή καπνοσακούλα. Το σακάκι είναι κοντό και σταυρωτό, το πουκάμισο μακρύ, ενώ συνήθως υπάρχει γαρύφαλλο στο πέτο ή στο αυτί.

Φορούν παπούτσια μαύρα στενά και μυτερά αλειμμένα με λίπος χοιρινού, ενώ στο κεφάλι έχουν καπέλο ρεπούμπλικα με μαύρη κορδέλα γύρω, βαλμένη στραβά μπροστά, πίσω, πλάγια αλλά ποτέ ίσια. Είναι κοντοκομμένοι στο σβέρκο αλλά μπροστά αφήνουν μακρύ μαλλί, αλειμμένο με λάδι για να γυαλίζει, με τη χωρίστρα κάτω από το κούτελο. Καθοριστικό στην εμφάνιση είναι το πολύ μακρύ προς τα κάτω, και εξαιρετικά περιποιημένο ως ένδειξη παλικαριάς, μουστάκι. Στα “αξεσουάρ” περιλαμβάνεται μαγκούρα ή κομπολόι με χοντρές χάντρες κρεμασμένο στο ένα χέρι, και ψεύτικα δαχτυλίδια με παραστάσεις φιδιών ή γοργόνες. Κάποιες φορές επιδεικνύουν μπράτσα ή τατουάζ, ενώ η ομιλία είναι τεχνητά βραχνή και διακεκομμένη.
Τα κουτσαβάκια, όπως και οι παλαιοί αγωνιστές, συχνάζουν στην πλατεία Ηρώων του Ψυρρή, που είναι τα …Εξάρχεια της εποχής αφού είναι απροσπέλαστη για την αστυνομία. Κάθονται στα καφενεία, προκαλούν οποιοδήποτε περνά από κοντά τους πετώντας του λεμονόκουπες, ακαθαρσίες, απαιτούν συγνώμη από όποιον προσβάλουν, ενώ επιτίθενται σε όποιον τους απαντά. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Σουρής στο γνωστό “Ρωμιό” : “Ήταν ακόμα εποχή άγρια και μεγάλη/ακόμα εβασίλευαν τα τόσα κουτσαβάκια/ακόμη οι Μπαλαφάρηδες εζούσανε κι οι άλλοι/ με τους στραβούς τους κούκους των και με τα κοντοβράκια/ και μια κουμπούρα δίκανη με κάμα και μαχαίρι/ και σ’ έσφαζαν για χωρατό ημέρα μεσημέρι”.

Η ασυδοσία τους που βασίζεται στην ασυλία που τους προσφέρουν κομματικά στελέχη που τους χρησιμοποιούν, τους καθιστά κοινωνική μάστιγα στα μέσα με τέλη του 19ου αιώνα. Λύση στο χρόνιο πρόβλημα δίνεται με τον διορισμό του Δημητρίου Μπαϊρακτάρη ως Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών με το βαθμό του ταγματάρχη. Ο Μπαϊρακτάρης αντιμετωπίζει τα κουτσαβάκια με τα δικά τους μέσα :διαπόμπευση και βία. Ξεκινά μαζικές συλλήψεις κάμπτοντας τους στο πιο ευαίσθητο σημείο τους :την εμφάνιση.

Πριν ακόμα παρανομήσουν συλλαμβάνονται και εξαφανίζονται όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που τους προσδιορίζουν. Κόβονται μακριά μαλλιά και μουστάκια, ζώνες, μακριά παντελόνια και εν συνεχεία διαπομπεύονται στη πόλη. Υποχρεώνονται να σπάσουν δημόσια όπλα και μαχαίρια που έχουν στην κατοχή τους. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα για να αποφύγουν τον δημόσιο εξευτελισμό προτιμούν να “ομολογήσουν” πράξεις που δεν έχουν κάνει ώστε να μπουν φυλακή.
Σε κάθε περίπτωση, με τον άτυπο αυτό “Νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού” το φαινόμενο των κουτσαβάκηδων σταδιακά εκλείπει και εμφανίζεται μετέπειτα ως φολκλορική εικόνα της παλιάς πρωτεύουσας.