Παράλληλα, όμως, προκηρύξεις, παράνομος Τύπος και συνθήματα στους δρόμους καλούν τον κόσμο να τιμήσει την επέτειο αλλιώς. Γίνονται προσυγκεντρώσεις στις πλατείες Κολωνακίου και Εξαρχείων καθώς και στο Πεδίον του Αρεως, στους χώρους του οποίου μάλιστα, όταν οι συγκεντρωμένοι στεφανώνουν τις προτομές Φιλικών, δέχονται επίθεση καραμπινιέρων με κοντάρια όπλων και σπαθιά. Αντίστοιχες συγκρούσεις εξελίσσονται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου όταν το στεφάνωμα των αγαλμάτων των Ρήγα Βελεστινλή και Γρηγορίου Ε’ ακολουθούν επίθεση Ιταλών καραμπινιέρων και πυροβολισμοί, με τα επεισόδια να κρατούν μέχρι το απόγευμα.
Τα επεισόδια αυτής της χρονιάς καθώς και η πάνδημη κηδεία του Κωστή Παλαμά ένα μήνα πριν, στις 28 Φεβρουαρίου 1943 (η οποία μετατρέπεται σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των κατακτητών) οδηγούν τη δωσιλογική κυβέρνηση σε καθολική απαγόρευση οιουδήποτε εορτασμού της εθνικής επετείου ακόμα και στις εκκλησίες «προς προστασία της δημοσίας τάξεως».
Λαός και εκκλησία αγνοούν παραινέσεις και… συμβουλές των κατακτητών. Ναοί σημαιοστόλιστοι, καμπάνες που χτυπούν καλούν τον κόσμο στους δρόμους της πρωτεύουσας που πλημμυρίζουν σταδιακά από Αθηναίους κάθε ηλικίας, που μαζί με ανάπηρους του αλβανικού έπους συνοδευόμενους από νοσοκόμες, συγκροτούν ένα ποτάμι οργής έναντι των κατακτητών και των συνεργατών τους.
Η πληρέστερη περιγραφή τι ζει εκείνη την ημέρα η πρωτεύουσα δεν μπορεί παρά ν’ ανήκει στο απόσπασμα του «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη που θα διαβάσετε παρακάτω. Ο λογοτέχνης Γεώργιος Θεοτοκάς τα περιγράφει λιγότερο ποιητικά στο δικό του «Ημερολόγιο Κατοχής»: «Η διαφορά με τις προηγούμενες εθνικές εορτές είναι ότι άλλοτε οι θρησκευτικές τελετές μ’ εθνικό χαρακτήρα γινόντανε κρυφά, ενώ τώρα γίνουνται όλα φανερά και στις κεντρικές εκκλησίες και στους δρόμους. Επίσης, ότι άλλοτε καταλάβαινε κανείς ότι ο στρατός Κατοχής είχε διαταγή να μη σπρώξει τα πράματα στα άκρα, ενώ τώρα με την παραμικρή αφορμή χτυπούν στο ψαχνό με σπαθιές από τ’ άλογα, πιστολιές, πυροβολισμούς, χειροβομβίδες. Ο πληθυσμός τα έχει συνηθίσει όλα αυτά και δεν τα… χάνει. Η νεολαία δίνει στην υπόθεση έναν τόνο σχολικής χαζούρας, ενώ όμως πέφτουν κορμιά». Απολογισμός της ημέρας, τέσσερις νεκροί και δεκάδες τραυματίες.
Ο τελευταίος εορτασμός κάτω από την μπότα του κατακτητή, το 1944, είναι ενδεικτικός του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Οι Γερμανοί διατάζουν αυτή τη φορά «γενικό σημαιοστολισμό», κάτι που όμως αγνοείται από όλους που περιμένουν να υψώσουν μόνοι τους «τις φοβερές σημαίες στον αέρα», λίγους μήνες μετά την ημέρα της Απελευθέρωσης…
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Ο Ελύτης για την συγκέντρωση του 1943
Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης αποτυπώνει με μοναδικό ποιητικό λόγο στο «Αξιον Εστί» την ιστορική συγκέντρωση της 25ης Μαρτίου 1943 στην Αθήνα.
«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Οπου είχε κράτος κι εξουσία η άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Εξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστὰ στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιὰ σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Οπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντας οι Αλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Οπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Ανοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη για να περάσει η Ανοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα».