Στην αναζήτηση για το νέο τεύχος του EThe Magazine του EleftherosTypos.gr ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να βρούμε εν μέσω κακοκαιρίας, κάποιους κατοίκους ακριτικών περιοχών για να μας μιλήσουν για τα προβλήματα τους και τον τόπο τους. Κάποιες προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς, κάποιες άλλες ημιτελείς καθώς τα προγραμματισμένα τηλεφωνικά ραντεβού ακυρώθηκαν λόγω διακοπής τηλεφώνου εξαιτίας της κακοκαιρίας και τελικά «πέσαμε» πάνω στον ευγενέστατο και άκρως κατατοπιστικό συνταξιούχο δάσκαλο Βασίλη Χρηστίδη.
Τόπος καταγωγής του τα θρυλικά και παράλληλα ξεχασμένα Κορέστεια. Για όσους τα αναζητήσουν στον χάρτη, θα πρέπει να κοιτάξουν στην Καστοριά, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Για όσους ψάξουν για φωτογραφίες, σίγουρα θα μαγευτούν αλλά και θα νιώσουν θλίψη παρατηρώντας κάποια από τα πλίνθινα οικήματα να στέκουν ακόμη αγέρωχα στον χρόνο ενώ κάποια άλλα να έχουν μετατραπεί πλέον σε άμορφες μάζες που δεν θυμίζουν σε τίποτα το ένδοξο παρελθόν.
Την ώρα που επικοινωνήσαμε με τον κ. Χρηστίδη, η κακοκαιρία ήταν στην έξαρσή της σε όλη την Ελλάδα αλλά, όπως μας είπε, αυτό το φαινόμενο δεν είναι ασυνήθιστο για την περιοχή του: «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε χιονίζει. Και επειδή τα πράγματα είναι για όλους δύσκολα, χρησιμοποιούμε τζάκια και καλοριφέρ με ξύλα γιατί το πετρέλαιο είναι πολύ ακριβό. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε μέσα στα βουνά, έχουμε 8 μήνες χειμώνα και δεν μπορούμε να ξοδεύουμε χρήματα για πετρέλαιο. Είναι γεγονός ότι ο καύσωνας και η ζέστη για εμάς είναι άγνωστη λέξη και αν το πάρουμε από αυτή την σκοπιά, έχουμε και τα θετικά μας (γέλια) ».
Τι είναι, όμως, τα Κορέστεια; Με αυτή την ονομασία εννοούμε μία ομάδα χωριών (Γάβρος, Κρανιώνας, Μαυρόκαμπος, Άγιος Αντώνιος, Χάλαρα, Μακροχώρι, Μελάς και Άνω Μελάς), τα οποία χτίστηκαν τον 19ο αιώνα και εγκαταλείφθηκαν εντελώς κατά τον εμφύλιο πόλεμο 1946 – 1949. Είναι πλίνθινα χωριά, γεμάτα κόκκινα σπίτια τα οποία ήταν ασοβάντιστα.
Οπως μας είπε ο κ. Χρηστίδης: «Τώρα είμαστε 5 χωριά συγκεντρωμένα σε ένα νέο οικισμό ο οποίος δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’70. Το 1981 έγιναν οι κληρώσεις και έχουμε πάρει σπίτια ο καθένας ανάλογα με τα άτομα της οικογένειάς του. Χρειάστηκαν να γίνουν κάποιες εργασίας και τελικά τα χωριά κατοικήθηκαν το 1983».
Με παράπονο ο 67χρονος συνταξιούχος εκπαιδευτικός μάς μίλησε για την ερήμωση του τόπου του: «Αυτή τη στιγμή είμαστε λίγοι κάτοικοι, όχι περισσότεροι από 450. Στο δημοτικό σχολείο, το οποίο σήμερα είναι διθέσιο, δεν φοιτούν πάνω από 30 μαθητές. Την εποχή μου, οι μαθητές ήταν 300-350 σε όλα τα Κορέστεια. Ήμουν δάσκαλος μέχρι το 2009 και τώρα είμαι συνταξιούχος και ομολογώ ότι δεν πηγαίνω στο σχολείο, πλέον, γιατί πληγώνομαι. Νοσταλγώ τα χρόνια που πέρασαν γιατί πέρασα καλά ως εκπαιδευτικός. Ημουν 35 χρόνια στις σχολικές αίθουσες. Μια ολόκληρη ζωή».
Τον ρωτήσαμε για τον λόγο που έφυγε ο κόσμος από την περιοχή και μας ανάφερε τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική μετανάστευση: «Μας ερήμωσε η εσωτερική αλλά περισσότερο η εξωτερική μετανάστευση. Οι ντόπιοι ξεκίνησαν να μεταναστεύουν από τον 19ο αιώνα αλλά όσοι πήγαιναν τότε Αμερική, Αυστραλία και Καναδά γύριζαν πίσω. Τώρα δεν γυρίζουν. Έχουμε τόσους πολλούς στο εξωτερικό που ούτε καν μπορείτε να το φανταστείτε. Θέλετε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα; Όταν αποφάσιζε να ξενιτευτεί κάποιος και να πάει στον Καναδά όπου είναι οι περισσότεροι δικοί μας, περνούσε από γιατρούς και κάποιος γνωστός του, φίλος ή συγγενής, τον περίμενε στα ξένα για να τον υποδεχθεί. Κάποτε, πήγε κι ένας που δεν είχε κανέναν εκεί. Εφτασε στο Τορόντο και πήγε σε μία από τις οδούς του Τορόντο και δεν ήξερε τι να κάνει. Ποιον να βρει; Ούτε τη γλώσσα ήξερε, εδώ ήταν βοσκός. Και άρχισε να φωνάζει, όπως περπατούσε στη λεωφόρο, «Κρανιώνα, Μαυρόκαμπος». Πενήντα άτομα τον σταμάτησαν και τον ρωτούσαν «ποιος είσαι εσύ;» Μόλις άκουσαν το όνομα του χωριού, τόσοι πολλοί ήταν αυτοί που τον σταμάτησαν. Πενήντα έλεγαν εγώ είμαι ο γιος του τάδε κλπ. Αξίζει, επίσης, να σας πω πως το 1980 ήμουν στην Κρανιώνα δάσκαλος και 750 κάτοικοι εν ζωή βρίσκονταν, σύμφωνα με το δημοτολόγιο, στον Καναδά και στην Αυστραλία και 40 ήταν στην Ελλάδα».
Η μετανάστευση, βέβαια, των κατοίκων δεν έγινε χωρίς λόγο: «Οι περισσότεροι από εδώ ήταν γουναράδες και είχαν πολύ καλό μεροκάματο. Τώρα δεν υπάρχει γούνα. Δεν υπάρχουν δουλειές. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν φύγει. Οι πιο πολλοί είμαστε συνταξιούχοι και οι λίγοι νέοι που έχουν απομείνει ασχολούνται με την καλλιέργεια φασολιών (τα γνωστά φασόλια Καστοριάς που προέρχονται από τα Κορέστεια) και την κτηνοτροφία».
Και κάπου εκεί ξεκίνησε ένα νέο, άκρως ενδιαφέρον, κεφάλαιο στην συζήτησή μας.
Ποιά είναι τα Κορέστεια, τα τοπία των οποίων έχουν αποτελέσει το σκηνικό κινηματογραφικών ταινιών, όπως το «Παύλος Μελάς» του Φίλιππου Φυλακτού, «Τζέιμς Μποντ: Για τα μάτια σου μόνο» του Τζον Γκλε, «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη και «Το Μετέωρο Βήµα του Πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ο κ. Χρηστίδης, έχει επιμεληθεί μια ενδιαφέρουσα έκδοση για την περιοχή με τίτλο «Οι πλινθόκτιστοι οικισμοί του Δήμου Κορεστείων». Και σε αυτή παρουσιάζεται με μεγαλοπρέπεια, νοσταλγία αλλά και θλίψη η βαριά ιστορία της περιοχής.
Ο Μελάς αποτυπώνει μία από τις πιο μεγάλες ιστορικές στιγμές της Ελλάδας. Εκεί, στις 13 Οκτωβρίου του 1904 σκοτώθηκε ο ήρωας Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς, γι’ αυτό και η Πολιτεία ως ελάχιστο φόρο τιμής άλλαξε το όνομα του χωριού κι από Στάτιστα το έκανε Μελάς. Σήμερα, σ’ εκείνο το σπίτι όπου έγινε μάχη με τους Τούρκους, λειτουργεί το Μουσείο Παύλος Μελάς.
Λίγο ψηλότερα, περίπου 400 μ. από το χωριό, θα βρούμε και το σημείο όπου ετάφη το ακέφαλο σώμα του: σήμερα υπάρχει ένα κενοτάφιο. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Καστοριά ενώ το κεφάλι του ετάφη στο Πισοδέρι.
Μιλώντας με συγκίνηση για τον τόπο του, ο κ. Χρηστίδης τόνισε πως: «Σε αυτά τα χωριά γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε κι εμείς. Δυστυχώς, λίγα είναι εκείνα τα σπίτια που απομένουν ακόμη όρθια. Ένα από αυτά είναι το δικό μου. Και αυτό είναι το πρόβλημα. Στενοχωριέμαι πάρα πολύ βλέποντας τα σπίτια μας να έχουν γίνει ερείπια. Ο καιρός περνάει και όλα συντελούν στο ότι τα χωριά μας θα μείνουν μόνο χαλάσματα. Αυτά τα χαλάσματα θα μείνουν για λίγο καιρό ακόμη σιωπηλοί μάρτυρες ενός ευτυχισμένου παρελθόντος, ώστε να θυμίζουν σε εμάς τους ντόπιους όμορφα χρόνια και στους ξένους τα αξιοθέατα μιας αλλοτινής εποχής».
Και όταν μιλάμε για αλλοτινή εποχή, όπως μας εξηγεί, αυτή χάνεται στο βάθος των αιώνων: «Είμαστε και εμείς από τους Ορέστες. Είμαστε αυτοί οι οποίοι συμμετείχαν στο στράτευμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είμαστε αυτοί που στη βυζαντινή εποχή φυλάγαμε Θερμοπύλες. Είμαστε αυτοί που στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο κρατήσαμε τους Ιταλούς και τους απωθήσαμε στην Αλβανία. Εχουμε πολύ μεγάλη ιστορία η οποία κρύβεται πίσω από αυτά τα χαλάσματα και τα πανέμορφα τοπία».
Ακόμη ένα βιβλίο που αναφέρεται στα Κορέστεια είναι του Αγγελου Σινάνη κι έχει τίτλο «Κορέστεια: Τα Xωριά της Λήθης». Στις σελίδες του σκιαγραφούνται ιστορικά και άλλα γεγονότα προσφέροντας μια συνεκτική παρουσίαση της κοινωνικής και της ιστορικής διαδρομής του τόπου και των κατοίκων του σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: Οθωμανική περίοδος, Μακεδονικός Αγώνας, Μεσοπόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος και μέσα από αυτόν τον αιματηρό κυκεώνα των αγώνων και των αγωνιών περιγράφεται πως έχει διαμορφωθεί η ζωή τους σήμερα.
Αυτά, λοιπόν, είναι τα Κορέστεια και η συζήτησή μας με τον κ. Βασίλη Χρηστίδη η όποία αλλιώς ξεκίνησε και αλλού κατέληξε. Ενας τόπος που μπορεί σε πολλούς να είναι άγνωστος, αλλά, όπως διαβάσατε, κρύβει πολύ μεγάλη ιστορία και μέσα σε αυτά τα ετοιμόρροπα πλίνθινα κτίσματα που αρνούνται πεισματικά να νικηθούν από τον χρόνο αναβιώνει μία άλλη Ελλάδα. Μακρινή, ρομαντική, ανθρώπινη…
Μία Ελλάδα που και αυτή, όπως και τα γκρεμισμένα σπίτια, νικήθηκε από τον χρόνο, αλλά όσοι είχαν την ευτυχία να την ζήσουν την κουβαλούν για πάντα στην καρδιά τους…