Από τις ΗΠΑ, Πέτρος Κασφίκης
Μέτά το ντοκιμαντέρ με τους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ στις ξεχασμένες πολιτείες των ΗΠΑ, αυτήν την φορά, βασικός προορισμός του EThe Magazine του EleftherosTypos.gr ήταν το «Standing Rock» στην Βόρεια Ντακότα, ο αυτοσχέδιος καταυλισμός που είχαν στήσει οι Ινδιάνοι της φυλής Σιου στις όχθες του ποταμού Μιζούρι με σκοπό να αντισταθούν στην υπόγεια διέλευση του πετρελαϊκού αγωγού «Dakota Access Pipeline-DAPL». Όπως υποστηρίζουν, το συγκεκριμένο έργο απειλεί να μολύνει τα νερά του ποταμού και να διαταράξει την περιβαλλοντολογική ισορροπία της περιοχής.
Δείτε το πρώτο μέρος του ντοκιμαντέρ του EThe Magazine ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ του EThe Magazine.
Η Απόβαση των Πεζοναυτών
Το επόμενο πρωινό επικρατούσε ένα κλίμα αναστάτωσης και παραφιλολογίας. Βρισκόμασταν μόλις μια μέρα πριν από την λήξη της προθεσμίας για την εκκένωση και οι φήμες για το τι μέλλει γενέσθαι ταξίδευαν από παρέα σε παρέα. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι οι ενισχύσεις ήταν καθ οδόν, καθώς πάνω από 2,000 βετεράνοι του αμερικανικού στρατού ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των ακτιβιστών και άρχισαν να καταφθάνουν από κάθε γωνία της χώρας.
Η έλευση ήταν τόσο μαζική που τέτοιο κυκλοφοριακό χάος δεν πρέπει να ξανά είχαν δει οι ήσυχοι αγροτικοί δρόμοι της Ντακότα. Το ηθικό άρχισε να αναπτερώνεται και η υποδοχή στον καταυλισμό δεν άργησε να πάρει διαστάσεις πανηγυρισμού.
Η αντιπροσωπεία των βετεράνων, οι όποιο στην πλειοψηφία τους ήταν άοπλοι αλλά φορούσαν στρατιωτική αμφίεση, υποστήριξε πως είναι μια ειρηνευτική αποστολή που έχει ως στόχο την προστασία των ακτιβιστών και την παροχή υλικοτεχνικής βοηθείας για την βελτίωση των εγκαταστάσεων του καταυλισμού.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Και η αλήθεια είναι πως με 2,000 απόστρατους, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να σταθούν ανάμεσα στους διαδηλωτές και την Εθνική Φρουρά, θα χρειαζόταν στην κυριολεξία ένας ολόκληρος άλλος στρατός για να πραγματοποιήσει την εκκένωση και να επιβάλει την τάξη.
Το βράδυ, όμως, παρέμεναν ακόμα άγνωστες οι προθέσεις του κυβερνήτη. Έτσι αποφάσισαν να πραγματοποίησαν την πρώτη τους γενική συνέλευση προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειες τους για την επόμενη κρίσιμη μέρα. Η ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή της βραδιάς ήταν όταν οι εκπρόσωποι των βετεράνων γονάτισαν μπροστά στους φύλαρχους ζητώντας ουσιαστικά συγνώμη εκ μέρος του αμερικανικού στρατού για όλα τα ιστορικά εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί εις βάρος τους.
Σε αυτή την συνάντηση γνωρίσαμε τον Ντάβιντ και τον Ρομπ. Πριν από σχεδόν έναν αιώνα, στην ίδια περιοχή όπου σήμερα βρισκόμασταν, ο στρατός τον όποιον υπηρέτησαν είχε σκοτώσει αδιακρίτως ακόμα και γυναικόπαιδα στην περίφημη σφαγή του Γούντεντ Νι. Αύριο ήταν πολύ πιθανό ότι θα βρίσκονταν απέναντι στις αρχές του ίδιου του κράτους για το οποίο είχαν ρισκάρει την ζωή τους.
Αποφασίσαμε να τους ρωτήσουμε για το δικό τους ταξίδι στην άλλη όχθη του ποταμού.
Ντάβιντ Χαλς: Ένας Ιερέας σε Ειδικές Αποστολές
«Υπηρέτησα στον Περσικό Κόλπο κατά την διάρκεια των πολέμων του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Ήμουν μακριά από την οικογένεια μου για να υπηρετήσω την πατρίδα, και τώρα που έχω γυρίσει, είμαι πάλι μακριά γιατί χρειάζονται εδώ την βοήθεια μου.
Μετά την εμπειρία του στρατού αποφάσισα να υπηρετήσω την ειρήνη και όχι το μίσος για αυτό έγινα Λουθηρανός πάστορας. Για μένα η ιστορία του «Standing Rock» είναι ένα θεολογικό θέμα που αφορά την προστασία του νερού και τον σεβασμό της δημιουργίας του Κυρίου. Για αυτό η πίστη μου υπαγορεύει να βρίσκομαι σήμερα εδώ και να στέκομαι περήφανα δίπλα στους Ινδιάνους αδελφούς μου.
Ως βετεράνοι, έχουμε όλοι ορκιστεί να προστατεύουμε το σύνταγμα των ΗΠΑ. Ο όρκος που δώσαμε δεν μας υπαγορεύει να προστατεύουμε την σημαία ή τις εταιρίες, αλλά τους αδελφούς και τις αδελφές μας. Μπορεί να συμφωνείς ή να διαφωνείς με τα επιχειρήματα των ακτιβιστών. Πρέπει, όμως, με κάθε κόστος να προστατεύσουμε την ελευθερία και το δικαίωμα που έχουν στην έκφραση. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν αντικρίσει βια αρκετή για μια ζωή, άρα σήμερα στεκόμαστε εδώ στο όνομα της ειρήνης και της αδελφοποίησης.
Πολεμάμε για την προστασία των ανθρώπων, όχι της κυβέρνησης μας. Ιδανικά η κυβέρνηση πρέπει να εκφράζει τον καλύτερο μας εαυτό. Όταν, όμως, αυτό δεν συμβαίνει, έχουμε ως πολίτες την ηθική υποχρέωση να αντισταθούμε. Και αν η κυβέρνηση αποφασίσει τελικά να διώξει τους αδελφούς μας, θα σταθούμε δίπλα τους όπως το καθήκον μας επιτάσσει.
Η παρουσία εδώ των βετεράνων είναι ένα ακόμα σημαντικό βήμα προς την εθνική συμφιλίωση. Είναι μια ευκαιρία να τους δώσουμε και εμείς κάτι πίσω και να αποδείξουμε έμπρακτα ότι είμαστε όλοι πλέον μια και ενωμένη Αμερική.
Όποιος έχει την παραμικρή γνώση της ιστορίας, γνωρίζει τι έχουμε κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους. Όποτε η παρουσία μας εδώ είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε σε μια προσπάθεια για να δείξουμε έμπρακτα την μεταμέλεια μας και να εκφράσουμε την αληθινή μας μετάνοια».
Ρομπ Μακίνεϊ: Ο Βετεράνος που Κρατούσε Ψηλά την Σημαία
«Υπηρέτησα για σχεδόν 30 χρόνια. Ξεκίνησα από το Βιετνάμ και ολοκλήρωσα την θητεία μου στον Δεύτερο Πόλεμο του Περσικού Κόλπου.
Βρίσκομαι εδώ γιατί έχω ορκιστεί να προστατεύω το σύνταγμα από όλους τους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Και αυτό που βλέπω να συμβαίνει εδώ πέρα, δεν το έχω αντικρίσει ούτε στα πεδία των μαχών. Δεν υπάρχει λόγος να μεταχειρίζονται με τέτοιο απαράδεκτο τρόπο αυτούς τους ανθρώπους που απλώς εξασκούν ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Και ως βετεράνος είμαι εδώ για να προστατεύσω αυτούς που χρειάζονται την βοήθεια μου.
Πυροβολούν με πλαστικές σφαίρες από κοντινή απόσταση. Μια κοπέλα κινδύνευσε να χάσει το μάτι της. Χρησιμοποιούν κροτίδες κρότου λάμψης. Βρέχουν τους ανθρώπους την νύχτα σε πολικές θερμοκρασίες. Παίρνουν αιχμάλωτους και τους βάζουν σε κλουβιά. Αυτός δεν είναι, όμως, ο αμερικανικός τρόπος. Για αυτό είμαστε οι βετεράνοι εδώ για να προστατεύσουμε τις αξίες για τις οποίες πολεμήσαμε. Δεν αγωνιστήκαμε στο εξωτερικό για να έχουμε αυτά τα πράγματα να συμβαίνουν μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.
Είμαστε έτοιμοι να πάμε φυλακή αν χρειαστεί για να προστατεύσουμε αυτόν τον καταυλισμό. Αν με συλλάβουν θα καθίσω και θα τους πω μπράβο με πιάσατε. Έχουμε έρθει ειρηνικά. Κανείς δεν είναι εδώ για να χτυπήσει κάποιον άλλο. Και όπως βλέπετε, κουβαλάμε μάσκες και αλεξίσφαιρα γιλέκα γιατί έχουμε φτάσει πλέον σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούμε ούτε να εμπιστευτούμε τους εκπρόσωπους του νόμου πως δεν θα μας πυροβολήσουν».
Πύρρειος Νίκη
Την επόμενη μέρα, «άκρα του τάφου σιωπή» βασίλευε στον συνήθως πολύβουο κάμπο. Όλοι ήταν εν αναμονή. Μόνο που η ώρα περνούσε και οι δυνάμεις της ασφάλειας δεν φαινόταν πουθενά. Και τότε άρχισαν να ταξιδεύουν τα νέα. Χωρίς σήμα στο κινητό για αρκετές μέρες, είχαμε συνηθίσει να αφουγκραζόμαστε το χαλασμένο τηλέφωνο που έπαιζαν οι διάφορες παρέες της κατασκήνωσης. Μόνο που επειδή ακριβώς ήταν χαλασμένο, έπρεπε να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί στο άκουσμα κάθε νέου μαντάτου.
Πλέον, όμως, μπορούσες να ακούσεις τα γέλια, τις ιαχές και τους πανηγυρισμούς να ταξιδεύουν στον αέρα. Πολύ σύντομα όλοι είχαν πιαστεί χέρι χέρι ξεκινώντας τους χώρους και το τραγούδια. Η φιέστα του θριάμβου είχε ήδη αρχίσει.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ανηφορίσαμε τον λόφο της κατασκήνωσης, καθώς ήταν το μόνο σημείο που μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να πιάσουμε σήμα. Και, όντως, ήταν πλέον γεγονός. Όχι μόνο δεν θα πραγματοποιούταν εκκένωση, αλλά το «Army Corp of Engineers» είχε ανακοινώσει πως διακόπτονται οι εργασίες μέχρι να βρεθεί μια νέα εναλλακτική διαδρομή για τον αγωγό.
Τα είχαν καταφέρει. Οι Ινδιάνοι και οι ακτιβιστές σύμμαχοι τους είχαν νικήσει την μάχη, όχι, όμως, και τον πόλεμο, όπως άλλωστε μας είχε προειδοποιήσει δύο μέρες νωρίτερα και η «Μικρή Αστραπή».
Μέχρι και σήμερα τα φώτα του αγωγού παραμένουν ανοιγμένα την νύχτα, ενώ μια δεύτερη και πιο προσεχτική ανάγνωση της ανακοίνωσης αποκαλύπτει πως δεν έχει απόλυτα δεσμευτικό χαρακτήρα. Και το μεγάλο ερώτημα που παραμένει είναι πως θα αποφασίσει να κινηθεί ο προσεχώς νέος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διαθέτει μετοχές στην εταιρία του αγωγού και έχει εκφράσει επανειλημμένα κατά το παρελθόν την στήριξη του για την πετρελαϊκή βιομηχανία.
Η Ελλάδα Παντού
Στην Αμερική όταν λες πως είσαι Έλληνας θα σε ρωτήσουν συνήθως αν έχεις πάει στην Μύκονο και την Σαντορίνη. Στο «Standing Rock», όμως, ο προορισμός που είχε την τιμητική του ανάμεσα στους ακτιβιστές ήταν τα Εξάρχεια.
Για την ιστορία, αξίζει να σημειώσουμε πως καταγράψαμε την παρουσία τριών Ελλήνων στον καταυλισμό τους οποίους δυστυχώς δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε. Όπως μας πληροφόρησαν όταν επισκεφτήκαμε το «Legal Center» υπήρχε Έλληνας εθελοντής δικηγόρος, ο οποίος διέμενε στην γειτονική πόλη του Μπίσμαρκ που είναι η πρωτεύουσα της Βόρειας Ντακότα.
Την τελευταία μέρα κατά την διάρκεια μιας συνέντευξης μας πλησίασε ένας κατασκηνωτής, ο οποίος μας μίλησε για δύο Ελληνίδες που βρίσκονταν στις ΗΠΑ με τουριστική βίζα και ζούσαν εδώ και σχεδόν ένα μήνα στον καταυλισμό. Με την βοήθεια του ξεκινήσαμε να τις γυρεύουμε από σκηνή σε σκηνή, μάθαμε ότι η μια ονομάζεται Τάνια, αλλά ούτε αυτή τη φορά σταθήκαμε τυχεροί.
Και δυστυχώς δεν ήταν αυτή η μοναδική μας ατυχία. Οι τρεις ώρες που ξοδέψαμε αναζητώντας την Τάνια είχαν σαν αποτέλεσμα να πέσουμε σε μια από τις χειρότερες χιονοθύελλες που προσωπικά έχω βιώσει στις ΗΠΑ λόγω της δύναμης και της σφοδρότητας που έχει ο αέρας της Ντακότα. Κολλήσαμε στα χιόνια, σκάψαμε για να απεγκλωβιστούμε και τελικά με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και ανακούφιση αφήσαμε πίσω τον αγροτικό δρόμο φτάνοντας στο Μπίσμαρκ, μόνο για να μάθουμε ότι ο κεντρικός αυτοκινητόδρομος της πολιτείας είχε οριστικά κλείσει. Ήμασταν πλέον εγκλωβισμένοι στην Βόρεια Ντακότα.
Για Πρωινό με τους Καουμπόηδες
Ο ήχος της τηλεόρασης ακούγονταν στο βάθος πίσω από τις πρωινές συζητήσεις των διάφορων θαμώνων σε ένα από τα τοπικά ντάινερ του Μπίσμαρκ. Καθίσαμε σε έναν άνετο καναπέ δίπλα σε έναν ηλικιωμένο κύριο. Μπορούσες να δεις τυπικές φυσιογνωμίες της αμερικανικής υπαίθρου που συνήθως δεν συναντάς εύκολα στις μεγάλες πόλεις της ανατολικής και δυτικής ακτής. Κάπου εκεί ανάμεσα στον καφέ και τα pancakes, ενώ περιμέναμε να μάθουμε αν τελικά θα άνοιγε αυτή την μέρα η εθνική οδός, ακούστηκε ένα «δεν είναι δυνατόν».
Ο ηλικιωμένος κύριος στεκόταν όρθιος και με τρεμάμενη φωνή σχεδόν ψέλλιζε. Δίπλα του μια νεώτερη γυναίκα τον παρηγορούσε. Και δεν ήταν μόνοι τους. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα προς την οθόνη, όπου ο εκφωνητής των πρωινών ειδήσεων ανακοίνωνε την απόφαση για την αλλαγή της πορείας του αγωγού. Κανένας δεν έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένος.
Το όλο σκηνικό μαζί με τον βαθμό της έκδηλης απογοήτευσης του είχε μια κωμική διάσταση, καθώς θύμιζε την εικόνα ενός μικρού παιδιού που αποχωρίστηκε ένα από τα αγαπημένα του παιχνίδια. Ήταν εμφανές πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξουμε συζήτηση. Αυτό, όμως, το περιστατικό μου θύμισε τα λόγια του Ατόχι, ενός νεαρού Ινδιάνου που γνωρίσαμε την τελευταία μας μέρα στον καταυλισμό.
Το Παράπονο του Ατόχι
«Υπάρχει πρόβλημα με την παιδεία. Στα σχολεία δεν διδάσκονται σχεδόν τίποτα για την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Την πρώτη φορά που άφησα την κοινότητα μου για πάω στην Ουάσινγκτον με ρωτούσαν αν μένουμε σε σκηνές και οδηγούμε άλογα αντί για αμάξια? Στην αρχή το βρήκα αστείο. Και μετά με ξαναρώτησαν και με ξαναρώτησαν και συνεχίστηκε αυτή η δουλεία.
Και σκέφτηκα είναι λες και δεν υπάρχουμε. Δεν γνωρίζουν τίποτα για εμάς. Ακόμα και οι άνθρωποι του Μπίσμαρκ, που μένουν δίπλα μας, δεν μας καταλαβαίνουν».
Το Φαινόμενο του Περιβαλλοντολογικού Ρατσισμού στις ΗΠΑ
Όταν αναφερόμαστε στον ρατσισμό στις ΗΠΑ συνήθως σκεφτόμαστε την αστυνομική βια ή τις ατέλειες του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Το «Standing Rock», όμως, φέρνει στο προσκήνιο μια νέα διάσταση, αυτή του νερού και του αέρα.
Ειδικότερα, το φαινόμενο του περιβαλλοντικού ρατσισμού δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ένα υπαρκτό πρόβλημα το οποίο σχετίζεται με περιβαλλοντικές πολιτικές και πρακτικές που λειτουργούν εις βάρος των μειονοτικών κοινοτήτων.
Και παρόλο που η οικονομική δυσπραγία που γενικότερα εμφανίζουν οι συγκεκριμένες ομάδες συνεισφέρει στο συγκεκριμένο πρόβλημα, τα στοιχεία δείχνουν πως ο ρατσισμός υπερβαίνει την κοινωνικοοικονομική τάξη. Για παράδειγμα, μια προσεχτικότερη ματιά δείχνει πως ακόμα και οι μεσαίας τάξης Αφροαμερικανοί είναι περισσότερο πιθανόν να ζουν σε πιο μολυσμένες γειτονίες.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, μια οικογένεια Αφροαμερικανών με ετήσιο εισόδημα 60,000 δολάρια έχει περισσότερες πιθανότητες να ζει σε μολυσμένη συνοικία από ότι μια λευκή οικογένεια που έχει 10,000 δολάρια ετήσιο εισόδημα.
Το πρόσφατο περιστατικό στην πόλη Φλιντ του Μίσιγκαν, όπου παραπάνω από 100,000 κάτοικοι δηλητηριάστηκαν από το μολυσμένο νερό της περιοχής, είναι ενδεικτικό του γενικότερου προβλήματος. Παρόλο που στην συγκεκριμένη πόλη (έξι στους δέκα κατοίκους είναι Αφροαμερικανοί) οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν για πάνω από ένα χρόνο για το νερό, η πολιτεία τους είχε αγνοήσει επιδεικτικά.
Οι μειονοτικές κοινότητες έχουν λιγότερο πολιτικό κεφάλαιο και θεσμική πρόσβαση, με αποτέλεσμα οι αρμόδιες αρχές να αγνοούν τα αιτήματα τους. Για παράδειγμα, ο ταχυδρομικός κώδικας ενός κατοίκου στις ΗΠΑ είναι ο ισχυρότερος δείκτης υγείας, και όπως οι έρευνες αποδεικνύουν όλοι οι κώδικες δεν έχουν δημιουργηθεί ίσοι.
Υπάρχει, όμως, κάποιος αρμόδιος που να προστατεύει τους πιο ευάλωτους πολίτες από τις σοβαρές επιπτώσεις του περιβαλλοντικού ρατσισμού?
Η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας έχει ένα αρμόδιο τμήμα το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με αυτού του είδους τα προβλήματα και τις διακρίσεις που δημιουργούν. Στα 22, όμως, χρόνια που λειτουργεί η εν λόγω υπηρεσία δεν έχει βρει ούτε μια υπόθεση διάκρισης σε όλη την χώρα. Μάλιστα περισσότερες από 9 στις δέκα κοινότητες βλέπουν τις αιτήσεις που έχουν καταθέσει να απορρίπτονται πριν καν εξεταστούν.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η αμερικανική έκδοση της εφημερίδας «Guardian» αποκάλυψε πως οι αρχές σε διάφορα σημεία της χώρας τροποποιούν εσκεμμένα τις χημικές αναλύσεις του νερού σε πόλεις όπως το Ντιτρόιτ και την Φιλαδέλφεια.
Μπορεί, λοιπόν, ο περιβαλλοντικός ρατσισμός μπορεί να μην είναι ο πιο εμφανής, αλλά είναι σίγουρα ένα ευρέως διαδεδομένο πρόβλημα που επηρεάζει τις ζωές χιλιάδων πολιτών σε όλες τις ΗΠΑ.