Το νεοσύστατο κράτος είναι πολιτικά και οικονομικά εξαρτώμενο από τις τότε μεγάλες δυνάμεις, με αποτέλεσμα μέχρι και τα κόμματα της εποχής να έχουν ως τίτλο τους το όνομα της προστάτιδας δύναμης που ανοιχτά τα στήριζε: Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό. Παράλληλα, οι συνεχείς εμφύλιες συγκρούσεις για τη νομή της εξουσίας κάνουν τη χώρα να βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης.
Ετσι, οι «προστάτιδες δυνάμεις» αποφασίζουν να επιβάλουν τη μοναρχία στη χώρα μας, με πρώτο βασιλιά τον ανήλικο και άχρωμο πολιτικά Βαυαρό πρίγκιπα Οθωνα. Δημιουργείται έτσι το πλαίσιο «προστασίας» της μικρής Ελλάδας, ενώ η σύναψη επαχθούς δανείου, με χρήματα που δεν φτάνουν ποτέ στη χώρα, ολοκληρώνει την εικόνα ενός ασθενικού πολιτικά και υποτελούς οικονομικά κρατιδίου. Οπως είναι αναμενόμενο, ο Οθων και οι αυλικοί του δεν έχουν σχέση με τις παραδόσεις και τις συνήθειες του ελληνικού λαού, με αποτέλεσμα ο αρχικός ενθουσιασμός του κόσμου για το νεαρό βασιλιά να μετατραπεί σταδιακά σε δυσφορία και αντιπάθεια. Ο «ελέω Θεού» βασιλιάς κυβερνά σαν αυτοκράτορας, μοιράζει τα χρήματα του δανείου ενός πάμφτωχου λαού στις πληρωμές των μισθοφόρων συμπατριωτών του, που πιάνουν όλα τα δημόσια πόστα της χώρας, ενώ φυλακίζει με δίκες-παρωδία κορυφαίους οπλαρχηγούς της Επανάστασης, που τους θεωρεί ως πιθανούς αντιπάλους του θρόνου.
Οι ανταγωνισμοί των μεγάλων δυνάμεων για το ποιο πολιτικό κόμμα-δορυφόρος θα βρεθεί στην εξουσία οδηγούν το 1841 το φιλοαγγλικό κόμμα στην κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να ζητά από τον Οθωνα περιορισμό των βασιλικών προνομίων. Ο τελευταίος το αποδέχεται, μετά από πιέσεις, αλλά δεν εφαρμόζει τίποτα στην πράξη, οδηγώντας την κυβέρνηση σε παραίτηση, αλλά και αφαιρώντας από όλο τον πολιτικό κόσμο της εποχής την ψευδαίσθηση πως η μοναρχία θα παραχωρούσε σε αυτόν εύκολα τον έλεγχο της εξουσίας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο στρατηγός Μακρυγιάννης ξεκινά, από τις αρχές του 1840, τη συγκέντρωση υπογραφών από παλαιούς πολεμιστές, ορκίζοντάς τους στον αγώνα για τη δημιουργία δημοκρατικού συντάγματος στη χώρα. Αξιοποιώντας τη δυσφορία του λαού για τον ασφυκτικό οικονομικό έλεγχο των μεγάλων δυνάμεων, η μυστική αυτή προσπάθεια καταφέρνει να συσπειρώσει πρωτοκλασάτα στελέχη όλων των παρατάξεων και του στρατού. Η ανάγκη για περισσότερα δικαιώματα του λαού και περιορισμό της μοναρχίας -και κατ’ επέκταση της βαυαροκρατίας- γίνεται σταδιακά πάνδημη και ο κόσμος εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά, με τραγούδια, προκηρύξεις, μέχρι και με συνθήματα στους τοίχους των ανακτόρων, όπως γράφει ο Αλέξανδρος Σούτσος: «Εις τα λευκά και τα μεγάλα μάρμαρα των ανακτόρων είδα εγκεχαραγμένην όχι δις και τρις, αλλά μυριάκις, διά μικρών κεφαλαιωδών γραμμάτων, την λέξιν Σύνταγμα».
Ο πολιτικός κόσμος της χώρας, κουρασμένος από την υπεροπτική διοίκηση του Οθωνα, αλλά και ελπίζοντας πως οι εξελίξεις θα προσφέρουν λιγότερο διακοσμητικό ρόλο στους ίδιους, ενώνεται κάτω από την παλλαϊκή απαίτηση για Σύνταγμα. Ο Οθων πληροφορείται για το κλίμα αντίδρασης προς το πρόσωπό του, αλλά, κλεισμένος στον ανακτορικό μικρόκοσμο και περιτριγυρισμένος από αυλοκόλακες, πιστεύει ότι θα καταπνίξει εύκολα την επανάσταση, έχοντας μάλιστα συστήσει το πολεμικό δικαστήριο που θα δίκαζε τους στασιαστές.
Τη νύχτα της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου, ο τότε συνταγματάρχης του Ιππικού Δημήτριος Καλλέργης τίθεται επικεφαλής της Φρουράς των Αθηνών, απεγκλωβίζει από το αποκλεισμένο από χωροφύλακες σπίτι του τον Μακρυγιάννη, απελευθερώνει τους κρατουμένους των φυλακών του Μεντρεσέ, καταλαμβάνει δημόσια κτίρια και κινείται με 2.000 στρατιώτες προς τα ανάκτορα. Την ίδια ώρα, στους γύρω λόφους ανάβουν φωτιές, ενώ οι καμπάνες χτυπούν καλώντας τον κόσμο να βγει στους δρόμους. Ο στρατός αρνείται να χτυπήσει το πλήθος, ενώ οι στρατιώτες ενώνουν τη φωνή τους με αυτή του συγκεντρωμένου κόσμου: «Ζήτω το Σύνταγμα». Κάποιοι πιστοί υπασπιστές του βασιλιά, που προσπαθούν να φέρουν κάποια αντίσταση, τελικά δεν ρίχνουν ούτε τουφεκιά και παραδίδονται αμέσως. Η επανάσταση έχει μεταβληθεί πλέον σε γιορτή δημοκρατίας και το πλήθος κατακλύζει τους εξωτερικούς χώρους των ανακτόρων διεκδικώντας όσα του ανήκουν: συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Ο Οθων, σίγουρος μέσα στην πλάνη του ότι μπορεί να ελέγχει τα πάντα, πανικοβάλλεται όταν διαπιστώνει ότι από το λαό που πριν από ελάχιστα χρόνια τον αποθέωνε δεν έχει μείνει εκείνο το βράδυ κανένας υποστηρικτής του. Οταν είδε ακόμα και ανθρώπους που πίστευε ότι ήταν αφοσιωμένοι να απομακρύνονται, είπε: «Μα τότε, ποιον έχουμε μαζί μας;». Ο Αλέξανδρος Σούτσος γράφει χαρακτηριστικά :«Η κυβέρνησις, κατά την ημέρα της θείας δίκης, κατά την έκφρασιν συμβούλου τινός, δεν είχε υπέρ αυτής ουδέ μιαν γραίαν». Ποιοι είχαν παραμείνει δίπλα στον Οθωνα; Σύμφωνα πάλι με τον Σούτσο, «ευρέθησαν περιστοιχίζοντες τον θρόνον οι μονοσύλλαβοι Γραφ, Σπιτς, Χετς, Χιτς»…
Οσο περνά η ώρα, το πλήθος δεν ζητά μόνο Σύνταγμα αλλά εκδηλώνει ανοιχτά τα αντιβασιλικά και αντιβαυαρικά του αισθήματα. Διαβλέποντας τον κίνδυνο της οριστικής κατάργησης της βασιλείας και δι’ αυτής την απώλεια του πολιτικού ελέγχου της χώρας, οι πρέσβεις της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας επιχειρούν να φτάσουν στα ανάκτορα ώστε να συναντήσουν τον εγκλωβισμένο βασιλιά. Εκεί συναντούν την αποφασιστική -και καθοριστική για την εξέλιξη των πραγμάτων- άρνηση του επικεφαλής των συγκεντρωμένων Καλλέργη, που τους απαντά: «Το ζήτημα που προέκυψε, αφορά αποκλειστικά το ελληνικό έθνος και το βασιλέα. Κανείς άλλος δεν δικαιούται να αναμιχθεί σε αυτό». Ηρωικές κουβέντες, που δεν ακούστηκαν σε περιόδους που ήμασταν πολύ πιο δυνατοί και ανεξάρτητοι σε σχέση με εκείνα τα χρόνια…
Είναι βέβαιο ότι ο Οθων εκείνο το βράδυ κινδύνευσε να χάσει όχι μόνο την απόλυτη κυριαρχία του, αλλά και τον ίδιο το θρόνο. Ομως, επενέβη η βασίλισσα Αμαλία. Δεν ήταν κρυφό, σε όσους έμπαιναν στα ανάκτορα, ότι πολλές από τις αποφάσεις του θρόνου λάμβανε η αποφασιστική Αμαλία και όχι ο νωθρός Οθων. Ετσι γίνεται και τη βραδιά της 3ης Σεπτεμβρίου. Η Αμαλία καταλαβαίνει ότι αρνούμενοι το Σύνταγμα μπορεί να χάσουν τα πάντα, ενώ υπογράφοντας διατηρούν το θρόνο και, μέσω αυτού, το δικαίωμα παρέμβασης στην εφαρμογή του.
Ο εξουδετερωμένος πολιτικά βασιλιάς, μετά από πολλές παλινωδίες και ταπεινωτικούς γι’ αυτόν όρους, βάζει τελικά την υπογραφή του, αλλά λίγες μόλις μέρες μετά διαφαίνεται η οργή του, όταν ζητά με επιστολές του προς τις προστάτιδες δυνάμεις να στείλουν στρατεύματα στον Πειραιά για να επαναφέρουν την «τάξη», δηλαδή την προηγούμενη κατάσταση. Ομως, οι Ευρωπαίοι αποδέχονται σιωπηρά τη νέα πραγματικότητα. Προτιμούν να βραχυκυκλώσουν παρασκηνιακά την εφαρμογή του Συντάγματος, παρά να συγκρουστούν με το λαό.
Χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού μέλλοντος που μας ετοίμαζαν οι «φίλοι» μας είναι το έγγραφο που στέλνει ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας στο βασιλιά για το πώς πρέπει να κυβερνηθεί η Ελλάδα: «1. Το Σύνταγμα να μηδενιστή διά του Συντάγματος. 2. Ο τόπος να τραπή σε βαυαρικόν τιμάριον διά του τόπου. 3. Το έθνος να δαμαστή διά του έθνους». Ομως, παρά τις αντιδράσεις του Οθωνα («Η καρδία μου ήταν γεμάτη μίσος τις πρώτες ημέρες γιατί με ανάγκασαν να υπογράψω») και των Ευρωπαίων «φίλων» μας («Η Ελλάς πρέπει να θεωρηθή ασθενής, πάσχει από μανίαν, λεγομένην Βαυαροκρατίαν»), ο ελληνικός λαός αποκτά το πρώτο του Σύνταγμα και λίγους μήνες μετά, ακολουθούν η πρώτη Εθνοσυνέλευση και οι πρώτες εκλογές.
Η διαθήκη του Μακρυγιάννη
Το βράδυ της εξέγερσης της 3ης Σεπτέμβρη, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, λίγο πριν ξεκινήσει με τους άνδρες του για τα ανάκτορα, βέβαιος ότι θα πεθάνει και κρατώντας στο ένα χέρι το κοντάρι με το άσπρο πανί που γράφει «ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΨΗ – ΣΥΝΤΑΓΜΑ» και στο άλλο τον κονδυλοφόρο, γράφει τη διαθήκη του, για το τι αφήνει στην οικογένειά του και τι στην πατρίδα. Λέει στους δικούς του να θάψουν τη διαθήκη του κάτω από μια πέτρα, ώστε αν πεθάνει και του κάψουν το σπίτι, να διασωθεί το κείμενο αυτό. Το συγκλονιστικό αυτό ντοκουμέντο παρουσιάζεται ολόκληρο:
Εις δόξα του δίκιου και μεγάλου Θεού
Κύριε Παντοδύναμε. Εσύ, Κύριε, θα σώσης αυτό το έθνος. Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Ελέησέ μας, φώτισέ μας, ένωσέ μας και κίνησέ μας αναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και θρησκείας. Εις δόξας σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω διά την πατρίδα. Στέκω εις τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι
απατεώνες της πατρίδος.
Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτοίνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους διά να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». Είτε ελευτερία κατά τους αιώνες μας και θυσίες μας είτε θάνατος σ’ εμάς. Πεθαίνω εγώ πρώτος απόψε. Εχετε γεια, πατριώτες, και εις την άλλη ζωή σμίγομε, εκεί οπούναι και οι άλλοι οι συναγωνισταί μας, εις τον κόρφον του αληθινού βασιλέως, του μεγάλου Θεού, του αληθινού. Πατρίδα, σ’ αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα αν τ’ αφήσουνε ζωντανά, τ’ αφήνω εις την προστασίαν σου. Κοίταξε ότ’ είναι παιδιά του τίμιου αγωνιστή Μακρυγιάννη. Ποτέ αυτός δεν σε ψύχρανε εις τα δεινά σου και τώρα πρόθυμος να πεθάνη διά σένα για να σε ιδούνε τα παιδιά σου ελεύτερη Ελλάδα και όχι παλιόψαθα της τυραγνίας και των κολάκωνέ της. Διά τα παιδιά μου αφήνω κηδεμόνες τον κύριο Μιχαήλ Σκινά, Μελά, Δόσιον, Καλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζέ και την γυναίκα μου. Και ν’ ακολουθήσετε κατά την παλιά μου διαθήκη ό,τι διαλαβάνει κι αν αμελήσετε, εις την άλλη ζωή θα μου δώσετε λόγον. Βιαστικός γράφω και με την σημαία μου εις το χέρι. Εχετε γεια όλοι και τυραγνίαν να μην αφήσετε να φωλιάση εις την πατρίδα, να μην ντροπιάσετε τόσα αίματα που χύθηκαν.
1843 Σεπτεμβρίου 2 μεσάνυχτα
Μακρυγιάννης.