«Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται. Σήμερον την 1.50 ώραν, και το τελευταίο τμήμα του Α’ Σώματος Στρατού επιβιβάσθη εν Τσεσμέ και διά των σαλπίγγων εσημειώθη η άπαρσις και του τελευταίου πλοίου… Επορεύθητε νυχθημερόν, νήστεις και άυπνοι, πορείας εξαντλητικάς και απεκρούσατε τον εχθρόν, πειρώμενον διαρκώς να αποκόψη την υποχώρησιν της Στρατιάς και επιτύχει την αιχμαλωσία της… Και οι ενδοξότεροι στρατοί υπέστησαν ατυχήματα» (απόσπασμα από την ημερήσια διαταγή που έδωσε, από τη Μυτιλήνη πλέον, στις 4 Σεπτεμβρίου 1922, ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού, συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς).
Οι δύο αυτοί λόγοι δεν ενώνουν μεταξύ τους μόνο τρία ημερολογιακά έτη και τρεις μήνες, αλλά και δύο ολόκληρες εποχές. Ο πρώτος, την εποχή της προαιώνιας παρουσίας και κυριαρχίας του Ελληνισμού στη Μικρασία και ο δεύτερος τη σημερινή, που τη χαρακτηρίζει η απόλυτη απουσία και ερήμωση της περιοχής από το ελληνικό στοιχείο. Πώς όμως φτάσαμε από τη νίκη στην ήττα και από το θρίαμβο στο όνειδος; Οπως πάντα, με μια σειρά από απίστευτα λάθη.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλέγει «λάθος» συμμάχους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα η ήττα των τελευταίων να την οδηγεί στο μοίρασμα των τεσσάρων πέμπτων των εδαφών της από τους νικητές. Αλλά συνήθως στις μεγάλες στρατιωτικές ήττες πιο εύκολα συμφωνεί ο ηττημένος στις παραχωρήσεις παρά οι νικητές στη μοιρασιά. Παρότι οι νικήτριες μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ) παίζουν ένα πολύ σκληρό διπλωματικό σκάκι για το μοίρασμα της πρώην αυτοκρατορίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με προσεκτικές και επιδέξιες κινήσεις, καταφέρνει να αποσπάσει αρκετά ανταλλάγματα για μια πολύ αδύναμη ακόμα χώρα σαν την Ελλάδα, που είχε προλάβει να μπει στον πόλεμο με την πλευρά των νικητών, μόλις έξι μήνες πριν αυτός τελειώσει.
Εκμεταλλευόμενος τις κόντρες των μεγάλων, αλλά και αξιοποιώντας την εύνοια της Αγγλίας που εκείνη την εποχή έψαχνε για ένα νέο «χωροφύλακα» στην περιοχή, ο Βενιζέλος καταφέρνει να κερδίσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αρκετά εδάφη, που λίγα χρόνια πριν -αλλά και σήμερα, αρκετά χρόνια μετά- θεωρούνταν εθνική υπέρβαση. Αποκτούσαμε τα νησιά του Αιγαίου, την Ανατολική Θράκη -φτάνοντας εξήντα χιλιόμετρα μακριά από την Κωνσταντινούπολη-, είχαμε υπό ελληνική διοίκηση την περιοχή της Σμύρνης (πέντε χρόνια μετά θα γινόταν δημοψήφισμα για την τύχη της) ενώ, εκτός των Δωδεκανήσων -πλην της Ρόδου- παίρναμε μεσομακροπρόθεσμες υποσχέσεις για Κύπρο και Βόρειο Ηπειρο. Καθόλου άσχημα για μια χώρα τεσσεράμισι εκατομμυρίων κατοίκων, που μόλις πριν από είκοσι χρόνια, το 1897, είχε γνωρίσει ταπεινωτική ήττα από τους Τούρκους. Η Μεγάλη Ιδέα είναι πλέον πραγματικότητα και η Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων δεν αποτελεί εθνική φαντασίωση αλλά νομική πράξη.
Δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, την ώρα που ο Βενιζέλος μπαίνει στο τρένο της θριαμβευτικής επιστροφής στην Ελλάδα, η απόπειρα δολοφονίας του από δύο απόστρατους, οπαδούς του βασιλιά Κωνσταντίνου, τον επαναφέρει απότομα στην ελληνική πραγματικότητα του εθνικού διχασμού, που πολλοί είχαν πιστέψει ότι είχε ξεχαστεί μετά τις μεγάλες εθνικές επιτυχίες. Ο τότε πρωθυπουργός γλιτώνει το θάνατο, όμως η χώρα ξαναπέφτει στη δίνη της σύγκρουσης μεταξύ βενιζελικών και κωνσταντινικών, μια και η ξαφνική είδηση της απόπειρας δολοφονίας του τροπαιοφόρου Βενιζέλου προκαλεί παντού χάος με συγκρούσεις οπαδών των δύο παρατάξεων, ενώ στην Αθήνα δολοφονείται εν ψυχρώ από έξαλλους βενιζελικούς ο Ιων Δραγούμης.
O Βενιζέλος επιστρέφει στην ταραγμένη Αθήνα και λίγες εβδομάδες μετά παίρνει μια απόφαση που αλλάζει για πάντα το σκηνικό της χώρας. Κηρύσσει εκλογές τις οποίες όχι μόνο χάνει πανηγυρικά, αλλά και ο ίδιος δεν εκλέγεται καν βουλευτής. Ο κόσμος, κουρασμένος από τους συνεχείς πολέμους, παρασύρεται από τη δημαγωγική αντιβενιζελική ρητορική, που απαιτεί ειρήνη και επιστροφή των στρατιωτών από το μέτωπο, κάτι που όμως δεν εφαρμόζει ούτε η νέα κυβέρνηση.
Παράλληλα, ο αιφνίδιος θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου από δάγκωμα μαϊμούς προσφέρει την ευκαιρία για την αποκατάσταση του έκπτωτου Κωνσταντίνου μέσα από ένα διάτρητο δημοψήφισμα.
Τέσσερις μόλις μήνες μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, τα πάντα πλέον είναι διαφορετικά, όχι μόνο στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας όσο κυρίως στο εξωτερικό. Ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους Συμμάχους, που ήδη έχουν αρχίσει να μη βλέπουν με καλό μάτι τα κέρδη της Ελλάδας από τη Συνθήκη των Σεβρών. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, σε βιβλίο του, είναι ξεκάθαρος: «Με τον Βενιζέλο είχαμε αναλάβει πολλές δεσμεύσεις. Αλλά με τον Κωνσταντίνο, καμία. Πραγματικά, αφού πέρασε η πρώτη κατάπληξη, το αίσθημα ανακουφίσεως έγινε έκδηλο στους ηγετικούς κύκλους. Δεν υπήρχε πια ανάγκη να ακολουθούμε αντιτουρκική πολιτική».
Οι πρώην σύμμαχοι είναι πλέον αντίπαλοί μας. Σαν να μην φτάνει αυτό, το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ, που δεν αποδέχεται τη Συνθήκη των Σεβρών, γιγαντώνεται και σταδιακά αντικαθιστά, σε εσωτερικό και εξωτερικό, το παρακμασμένο χαλιφάτο. Μέσα σε αυτή την αρνητική συγκυρία, στην Ελλάδα, οι νέες φιλοβασιλικές κυβερνήσεις περνούν γρήγορα από τη φιλειρηνική προεκλογική δημαγωγία στη μιλιταριστική ρητορεία.
Οι στρατιώτες όχι μόνο δεν γυρίζουν πίσω, αλλά επιστρατεύονται ακόμα περισσότερες κλάσεις για το Μικρασιατικό μέτωπο, ενώ υπάρχουν δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες η Συνθήκη των Σεβρών «ελάχιστα ικανοποιεί τις εθνικές μας διεκδικήσεις». Η Μεγάλη Ιδέα για την εθνική ολοκλήρωση γίνεται μεγάλη ιδέα για τις προσωπικές δυνατότητες του νέου πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου.
Ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη όχι μόνο ενισχύεται αλλά αποφασίζεται επίθεση ώστε να συντριβούν οριστικά οι κεμαλικές δυνάμεις, χωρίς να δίνεται σημασία στις αντίθετες παραινέσεις των πρώην συμμάχων μας. Ο Βενιζέλος σημειώνει την έκπληξή του: «Ητο δυνατόν να διανοηθώ εγώ την διεξαγωγήν πολέμου προς την Τουρκίαν, χωρίς την συμπαράστασιν των Συμμάχων, και δη εν αντιθέσει προς αυτούς;». Οι Μεγάλες Δυνάμεις, παρότι λένε πλέον ανοικτά ότι η Συνθήκη των Σεβρών χρειάζεται αναθεώρηση, μας κάνουν την τελευταία συμβιβαστική πρόταση, σύμφωνα με την οποία η Ανατολική Θράκη παραμένει ελληνική και η Σμύρνη γίνεται αυτόνομη πολιτεία με χριστιανό διοικητή, την οποία αρνούμαστε. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει…
O Ελληνικός Στρατός βγαίνει από την πόλη της Σμύρνης αρχίζοντας να καταδιώκει τις δυνάμεις του Κεμάλ ώστε να διαλύσει κάθε θύλακα αντίστασης και να παγιώσει μια νέα στρατιωτική πραγματικότητα. Πράγματι, οι ελληνικές δυνάμεις, μετά από συνεχείς νίκες, προελαύνουν, ενώ τους γίνεται υποδοχή απελευθερωτών στις περιοχές με ελληνικό πληθυσμό.
Οι Τούρκοι υποχωρούν, άλλοτε χάνοντας στη μάχη και άλλοτε αποφεύγοντας να τη δώσουν. Στο Εσκί Σεχίρ οι δυνάμεις του Κεμάλ είναι κοντά στο να κυκλωθούν και να συντριβούν οριστικά από τις ελληνικές, αλλά την τελευταία στιγμή, πριν από τη μάχη ξεκινούν γενική υποχώρηση 300 χιλιόμετρα μέσα στην Ασία, φτάνοντας κοντά στην Αγκυρα. Στην Ελλάδα και στο μικρασιατικό Ελληνισμό η εικόνα των υποχωρούντων Τούρκων δημιουργεί κλίμα ενθουσιασμού, αλλά και αδιέξοδο στο στράτευμα, αφού κερδίζουμε μάχες, εδάφη αλλά όχι τον αντίπαλο στρατό και τον πόλεμο.
Η στρατιωτική λογική του Κεμάλ είναι σαφής και σοφή: «Θα αμυνθώ μπροστά από την Αγκυρα, θα αμυνθώ μέσα στην Αγκυρα, θα αμυνθώ πίσω από την Αγκυρα». Ο ήδη καταπονημένος Ελληνικός Στρατός έχει απομακρυνθεί 400 χιλιόμετρα από τη βάση του στη Σμύρνη και του ζητείται να διανύσει άλλα 300 χιλιόμετρα μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες. Στόχος του είναι ένας αντίπαλος που επιλέγει τα σημεία που πολεμά, ενισχύεται συνεχώς από νέα ντόπια τμήματα, ενώ εξοπλίζεται στρατιωτικά από τις αντιπάλους, πλέον, Γαλλία και Ιταλία. Ομως και πάλι η ελληνική πολιτική και στρατιωτική απόφαση είναι προέλαση…
Οι στερήσεις και οι κακουχίες εξάντλησαν τους στρατιώτες μας
Η πείνα, η δίψα, οι κακουχίες είναι πλέον οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι των στρατιωτών μας, ενώ αρχίζουν και τα πρώτα κρούσματα απειθαρχίας: «…Η δίψα ολοκληρώνει την καταστροφή. Ολοι κάμνουμε μπάνιο στη λάσπη που σχηματίζεται στα μούτρα μας από τον ιδρώτα και την σκόνη. Εις τον δρόμον συνάντησα έναν στρατιώτην νεκρόν από την υπερκόπωσιν! Παρά κάτω άλλον, λοχίαν, επίσης νεκρόν από την ίδια αιτίαν!», θα γράψει στο ημερολόγιό του Ελληνας φαντάρος. Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά έχουν ν’ αντιμετωπίσουν και τις συνεχείς τουρκικές επιθέσεις στα μετόπισθεν, ενώ σε μία από αυτές παραλίγο να πιαστούν αιχμάλωτοι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τον αρχιστράτηγο Παπούλα.
Η τελική μάχη δίνεται τον Αύγουστο του 1922, εφτακόσια χιλιόμετρα μακριά από τη βάση ανεφοδιασμού μας στη Σμύρνη και είναι σκληρότατη. Ο βιογράφος του Κεμάλ, Αρμστρονγκ, γράφει χαρακτηριστικά γι’ αυτήν: «…Δεκατέσσερις ημέρες συνέχεια οι Ελληνες κάτω από τον ξαναμμένο αυγουστιάτικο ήλιο, ορμούσαν με αδάμαστη σκληρότητα κατά των Τούρκων, παρ’ όλο που τους είχαν διαλυθεί οι υπηρεσίες εφοδιασμού τους, χωρίς νερό και με μοναδική τους τροφή ξερό καλαμπόκι. Μα οι Τούρκοι κατόρθωναν να αμύνονται στις θέσεις τους».
Η μάχη δεν βγάζει νικητή, αλλά μετά από αυτή ο Ελληνικός Στρατός καταλαβαίνει ότι οι αντοχές του έχουν εξαντληθεί. Αυτό είναι που περιμένει ο Κεμάλ για να δώσει εντολή στην πολύ πιο ξεκούραστη τουρκική στρατιά για γενική αντεπίθεση. Η καταστροφή είναι κοντά, η φρίκη θα ολοκληρωθεί λίγες ημέρες μετά, όταν ο τουρκικός στρατός θα φτάσει στη Σμύρνη.
Χαρακτηριστικό της συνολικής αποδιοργάνωσης των ημερών είναι ότι η κυβέρνηση στην Αθήνα διατάζει εν μέσω υποχώρησης την αλλαγή του ανεπαρκούς αρχιστράτηγου Χατζηανέστη με τον Τρικούπη, μη γνωρίζοντας ότι ο τελευταίος είναι σε τουρκικά χέρια… Από τους 110 χιλιάδες άνδρες της μικρασιατικής στρατιάς επιζούν μόνο οι 30 χιλιάδες, ενώ οι υπόλοιποι είναι νεκροί ή αιχμάλωτοι. Ο Ελληνικός Στρατός έχει πλέον εξουδετερωθεί από τους Τούρκους. Τις επόμενες ημέρες έρχεται η σειρά των αμάχων…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής