Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι η οικονομία άντεξε μέσα σε πολύ δύσκολες καταστάσεις λόγω της διετούς πανδημίας και επομένως τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις έπιασαν τόπο. Και, δεύτερον, ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πλέον βασίζεται στον παρονομαστή, δηλαδή στην αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, και όχι στον αριθμητή, όπως γινόταν αποκλειστικά επί ΣΥΡΙΖΑ με την υπερφορολόγηση και τα θηριώδη υπερπλεονάσματα.
Πλέον είναι φανερό ότι γίνεται πιο εφικτός ο στόχος για έλλειμμα κοντά στο 2% φέτος, καθώς και η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023 μέσω της ανάπτυξης και όχι μέσω των φόρων, όπως συνέβαινε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, αγκάθι παραμένει ο εισαγόμενος υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος ροκανίζει τα εισοδήματα και υπονομεύει την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.
Στοίχημα η σύγκλιση με την Ευρώπη
Το σίγουρο, ωστόσο, είναι πως οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλες, όπως φαίνεται από την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας, την προσέλκυση νέων επενδυτών και την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και του κύκλου εργασιών του εμπορίου.
Η προσπάθεια, όμως, θα πρέπει να συνεχιστεί με ταυτόχρονα μέτρα στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων, όπως συνέβη με τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης των νοικοκυριών και την αύξηση του κατώτατου μισθού. Τα θετικά μηνύματα από το μέτωπο της οικονομίας, με τη μείωση του ελλείμματος και του χρέους, ανοίγουν άλλωστε το δρόμο και για νέες παρεμβάσεις που θα αποτελέσουν ασπίδα απέναντι στην ακρίβεια.