Η τάση που καταγράφεται στα σχολεία της σκανδιναβικής χώρας -με την έναρξη της μεταπανδημικής, διά ζώσης εκπαίδευσης- είναι να δοθεί έμφαση στα τυπωμένα βιβλία, την ώρα ανάγνωσης, και την εξάσκηση στο χειρόγραφο, ενώ παράλληλα να μειωθεί ο χρόνος που αφιερώνει κανείς στα τάμπλετ, στη διαδικτυακή έρευνα και στις δεξιότητες πληκτρολόγησης.
Το μοντέλο ψηφιοποίησης στα σχολεία που υιοθέτησε εδώ και χρόνια η Σουηδία πλέον είναι αμφίβολο ότι λειτουργεί, με αποτέλεσμα να επικρατεί προβληματισμός στην επιστημονική κοινότητα και στον πολιτικό χώρο για τον αντίκτυπο των τεχνολογικών μέσων στην εκπαίδευση και ειδικά με την εισαγωγή των ταμπλετών στα Νηπιαγωγεία. Η υπουργός Σχολείου της Σουηδίας, Λότα Ενχομ, που ανέλαβε καθήκοντα πριν από περίπου έναν χρόνο -ως μέλος της κεντροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού-, ήταν μία από τις παθιασμένες επικρίτριες της απόλυτης τεχνολογικής μετάβασης στα σχολεία. «Οι μαθητές της Σουηδίας χρειάζονται περισσότερα βιβλία. Τα φυσικά βιβλία είναι σημαντικά για τη μάθηση των μαθητών», είχε πει τον Μάρτιο.
Τον περασμένο μήνα η υπουργός ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησης να ανατρέψει την απόφασης της Εθνικής Υπηρεσίας Εκπαίδευσης να καταστήσει υποχρεωτικές τις ψηφιακές συσκευές στα Νηπιαγωγείο. Κύριο μέλημά της, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Associated Press, είναι να τερματίσει την ψηφιακή μάθηση για παιδιά κάτω των έξι ετών.
Υψηλές βαθμολογίες
Οι μαθητές της Σουηδίας βαθμολογούνται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για την ικανότητα ανάγνωσης, ωστόσο, σύμφωνα με τη διεθνή αξιολόγηση των επιπέδων ανάγνωσης της τέταρτης τάξης, το «Progress in International Reading Literacy Study (PIRLS)», καταγράφεται μια πτώση μεταξύ των παιδιών της Σουηδίας μεταξύ 2016 και 2021. Το 2021, οι Σουηδοί μαθητές της τέταρτης τάξης είχαν κατά μέσο όρο 544 πόντους, πτώση από τον μέσο όρο των 555 το 2016. Την ίδια περίοδο, η Σιγκαπούρη -η οποία ήταν στην κορυφή της κατάταξης- βελτίωσε τις βαθμολογίες PIRLS στην ανάγνωση από 576 σε 587.
Οι αιτίες
Οπως αναφέρει ρεπορτάζ του «Guardian», oι ειδικοί αποδίδουν εν μέρει την «πτώση απόδοσης» στα απόνερα της πανδημικής περιόδου ή ακόμα και στον αυξανόμενο αριθμό μεταναστών μαθητών που τα σουηδικά δεν είναι η μητρική τους. Ομως και η υπερβολική χρήση οθονών κατά τη διάρκεια των σχολικών μαθημάτων μπορεί να κάνει τους νέους να μείνουν πίσω στα βασικά μαθήματα, λένε αρμόδιοι στην εκπαίδευση.
«Υπάρχουν σαφείς επιστημονικές αποδείξεις ότι τα ψηφιακά εργαλεία επηρεάζουν αντί να ενισχύουν τη μάθηση των μαθητών», δήλωσε το Ινστιτούτο Karolinska της Σουηδίας, μια επιφανής ιατρική σχολή που επικεντρώνεται στην έρευνα, τον Αύγουστο σχετικά με την εθνική στρατηγική ψηφιοποίησης της χώρας στην εκπαίδευση.
Το φθηνό ψηφιακό βιβλίο θα αντικατασταθεί με τα τυπωμένα βιβλία που θα επανατοποθετηθούν στις σχολικές τσάντες των μαθητών. Προκειμένου να εφαρμοστεί το νέο μέτρο επαναφοράς και να αντιμετωπιστεί η πτώση των επιδόσεων των Σουηδών μαθητών στην ανάγνωση, η κυβέρνηση ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 57,5 εκατομμυρίων ευρώ για την αγορά βιβλίων στα σχολεία φέτος. Επιπλέον, 42 εκατομμυρίων ευρώ θα δαπανηθούν ετησίως το 2024 και το 2025 για να επιταχυνθεί η επιστροφή στα σχολικά βιβλία.
ΟΗΕ
Κρούει τον κώδωνα για τα κινητά
Μόλις το καλοκαίρι, έκθεση του ΟΗΕ ανέφερε πως τα smartphones θα πρέπει να απαγορευτούν στα σχολεία όλου του κόσμου ώστε να αντιμετωπιστεί η διάσπαση της προσοχής των μαθητών, να βελτιωθεί η μάθηση και να προστατευτούν τα παιδιά από τον διαδικτυακό εκφοβισμό. Η UNESCO, ο οργανισμός του ΟΗΕ που είναι υπεύθυνος για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό, δήλωσε ότι υπάρχουν πολλά επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η υπερβολική χρήση κινητών τηλεφώνων συνδέεται με μειωμένες εκπαιδευτικές επιδόσεις και ότι τα υψηλά επίπεδα χρόνου στην οθόνη έχουν επιπτώσεις στη συναισθηματική σταθερότητα των παιδιών.
Ο οργανισμός προειδοποίησε μάλιστα τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής όλων των χωρών κατά της απερίσκεπτης υιοθέτησης της ψηφιακής τεχνολογίας, υποστηρίζοντας ότι ο θετικός αντίκτυπός της στα μαθησιακά αποτελέσματα και στην οικονομική αποδοτικότητα μπορεί να είναι υπερεκτιμημένος, σχολιάζοντας ότι το νέο δεν είναι πάντοτε και καλύτερο. «Δεν αποτελούν όλες οι αλλαγές πρόοδο. Το γεγονός ότι κάτι μπορεί να γίνει δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει», καταλήγει η έκθεσή της.