Σε δήλωσή του, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, αναφέρει:
«Η εμφάνιση του κορωνοϊού (Covid-19), με σοβαρό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία, υποβαθμίζει τη σημασία των αποτελεσμάτων του Δ’ τριμήνου 2019, το οποίο αντιπροσωπεύει εξελίξεις από ένα παρελθόν που διαφέρει σημαντικά από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, αλλά και στο εγγύς μέλλον.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων κρίσιμων εβδομάδων, η Εθνική Τράπεζα απέδειξε ότι μπορεί να δράσει γρήγορα αναφορικά με: α) τη δημιουργία ενός νέου λειτουργικού μοντέλου εξ αποστάσεως εργασίας, προφυλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο την υγεία των εργαζομένων της, β) την προσαρμογή των διαδικασιών της τράπεζας στη λειτουργία ‘απομακρυσμένης πρόσβασης’ για τους υπαλλήλους και τους πελάτες μας, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της ψηφιακών καναλιών μας, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον επιχειρησιακό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου υποκλοπών δεδομένων στο διαδίκτυο και γ) τη θέσπιση ενεργειών για την κάλυψη των άμεσων αναγκών των πελατών (π.χ. όσον αφορά τις περιόδους χάριτος στις πληρωμές και τις νέες διευκολύνσεις κεφαλαίου κίνησης που εγγυάται η κυβέρνηση). Σήμερα, η ΕΤΕ είναι επιχειρησιακά και ψυχολογικά έτοιμη να επιτύχει σε αυτόν τον ταχέως μεταβαλλόμενο νέο κόσμο.
Η επιτυχία της Εθνικής Τράπεζας βασίζεται στον ισχυρό ισολογισμό της, στην ευέλικτη και αποδοτική στρατηγική της, καθώς και στην αποτελεσματική, και με επίκεντρο τον άνθρωπο, διοίκησή της από μία δυναμική ομάδα, η οποία συνεργάζεται στενά με το διοικητικό συμβούλιο. Από την άποψη αυτή, τα υφιστάμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα της τράπεζας, σε συνδυασμό με τη δυναμική της προσπάθειάς μας για μετασχηματισμό, θέτουν την ΕΤΕ σε πλεονεκτική θέση:
Πρώτον, αναφορικά με τη ρευστότητα, η Εθνική Τράπεζα μπορεί να ανταπεξέλθει σε πολύ αρνητικές εξελίξεις στις αγορές, λόγω του ισχυρού αποθέματος ρευστότητας, της εξαιρετικά χαμηλής έκθεσής της στη διατραπεζική αγορά, καθώς και του μικρού χαρτοφυλακίου «διακρατούμενων για την είσπραξη συμβατικών ταμειακών ροών και για ενδεχόμενη πώληση» (HTCS).
Δεύτερον, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας ανέρχεται σήμερα σε περίπου 18.5%, ενώ οι κεφαλαιακές εποπτικές απαιτήσεις μειώθηκαν σημαντικά.
Τρίτον, η νέα διοικητική ομάδα της ΕΤΕ, αξιοποιώντας τα απτά αποτελέσματα του προγράμματος μετασχηματισμού, αλλάζει την τράπεζα με επιτυχία, βελτιώνοντας σημαντικά την αποδοτικότητα και την κερδοφορία της, όπως διαφαίνεται στα αποτελέσματα της οικονομικής χρήσης του 2019. Η ισχυρή αυτή ομάδα έχει αποδείξει ότι έχει την ικανότητα να υλοποιεί αποτελεσματικά τις αλλαγές, γεγονός το οποίο αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Συνοπτικά, τα οικονομικά αποτελέσματα του 2019 καταδεικνύουν την ισχυρή ανάκαμψη της οργανικής κερδοφορίας της τράπεζας, κατά περίπου 40% σε ετήσια βάση, σε 235 εκατ.ευρώ αντανακλώντας, τόσο την αύξηση των οργανικών εσόδων, όσο και την περιστολή των λειτουργικών εξόδων κατά 11% (προσαρμόζοντας για την επίπτωση από τη μετάβαση στο ΔΠΧΑ 16 και την πώληση της συμμετοχής μας στην ΠΑΝΓΑΙΑ), συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος εθελουσίας εξόδου προσωπικού, με συμμετοχή περίπου 1.100 εργαζομένων. Επιπλέον, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μειώθηκαν κατά περίπου 5 δισ. ευρώ, με τις προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις να παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες.
Προς το παρόν, η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αυτό που μπορώ, όμως, να υποσχεθώ, είναι ότι η Εθνική Τράπεζα θα σταθεί κοντά στους πελάτες της και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να εφαρμόσει αποτελεσματικά τις νέες πολιτικές και λύσεις που έχουν εγκριθεί από τις εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές, ώστε να μειωθεί ο αντίκτυπος από την άνευ προηγουμένου επιβολή περιορισμών σε μεγάλο μέρος της οικονομίας. Επιπλέον, η πορεία μετασχηματισμού της τράπεζας δεν θα ανακοπεί. Αντιθέτως, η ΕΤΕ θα επιταχύνει τις αλλαγές στο λειτουργικό της μοντέλο, ιδίως την ψηφιοποίηση της τράπεζας, επιτρέποντας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να κάνουν συναλλαγές, αλλά και να αποκτήσουν νέα προϊόντα μέσω ψηφιακών καναλιών. Επιπρόσθετα, η τράπεζα θα είναι έτοιμη να προχωρήσει στη διαδικασία τιτλοποίησης ΜΕΑ που θα υπερβαίνει τα 6 δισ. ευρώ, αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.
Εν κατακλείδι, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η ΕΤΕ και σε αυτήν την εξαιρετικά δυσμενή περίοδο θα είναι αντάξια της μακρόχρονης ιστορίας της, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας».