Τρεις ενήλικοι, βλέποντας την έφηβη να παραπατά, αποφασίζουν ότι πρόκειται για το τέλειο θύμα ομαδικού βιασμού. Την απομονώνουν σε εγκαταλελειμμένο κτίριο και τη βιάζουν. Η μητέρα της, μη βλέποντας την κόρη της στην πλατεία, φοβάται πως κάτι κακό της συμβαίνει. Της τηλεφωνεί, κι ένα από τα τρία τέρατα απαντά στο τηλέφωνό της, ώστε πρώτα η δεκατριάχρονη αδελφή της και μετά η μητέρα της να ακούνε τις κραυγές της. Οι δύο συλλαμβάνονται, ο τρίτος, αν και γνωστός, διαφεύγει. Βλέπουμε τους βιαστές, σε βίντεο, μέσα στο κρατητήριο να τραγουδάνε και να χορεύουν! Ο εισαγγελέας, υπηρετώντας την τυφλή και κωφή Δικαιοσύνη άφησε τους βιαστές ελεύθερους, με περιοριστικούς όρους. Ο ομαδικός βιασμός; Ε, και; Οι δράστες θα τιμωρηθούν οψέποτε το έγκλημα φτάσει σε αίθουσα δικαστηρίου…
Ο «σύντροφος» τράνταζε το κορμάκι του τρίχρονου Αγγελου, για να «ξυπνήσει». Ηταν λιπόθυμος. Η «μάνα» ήταν στην αυλή. Η δεκαεπτάχρονη γειτόνισσα, που άκουσε τη φασαρία, μπήκε στο σπίτι και του έκανε ΚΑΡΠΑ για να το συνεφέρει και κάλεσε το ΕΚΑΒ. Οι γιατροί που το παρέλαβαν «τρελάθηκαν» και ενημέρωσαν την Αστυνομία. Δεν έχουν δει ποτέ τέτοιου είδους και τόση εκτεταμένη κακοποίηση. «Μάνα» και «σύντροφος» στο σωματάκι του Αγγελου ικανοποιούσαν τα σαδιστικά τους ένστικτα. Του έπαιρναν τη ζωή αργά αργά, σβήνοντας τα τσιγάρα τους στα γεννητικά του όργανα, κτυπώντας το με σανίδες και ό,τι άλλο έβαζε ο νους των τεράτων. Ο «σύντροφος» κατέγραφε στο τηλέφωνο την αργή δολοφονία του τρίχρονου Αγγελου!
Πάμε από την αρχή; Δεν είδε κανείς, έξω από το μπαρ, ότι οι τρεις άντρες απήγαγαν την έφηβη; Δεν άκουσε κανείς το σπαρακτικό κλάμα του τρίχρονου Αγγελου; Τα σημάδια της κακοποίησης στα σώματα των παιδιών του οικτρού ζεύγους αστυνομικών; Δεν είχε αντιληφθεί κανείς το μαρτύριο του επτάχρονου Αντρέα, που «μάνα» και «σύντροφος» έθαψαν σε γλάστρα, στην ταράτσα; Πώς γίνεται να μη βλέπει, να μην ακούει κανείς της διπλανής πόρτας τίποτε; Να μην ειδοποιεί κανείς την Αστυνομία, κοινωνικές δομές, ακόμη και ανώνυμα, μη και τελειώσει το μαρτύριό τους; Ολα αυτά τα παιδιά ήταν αόρατα στο περιβάλλον των δολοφόνων τους; Ή δεν «ανακατευόμαστε», «γυρεύουμε τη δουλειά μας», καθιστώντας εαυτούς συνενόχους;
Για πρώτη φορά μετά την πολύκροτη υπόθεση Δουρή, πήρα μηνύματα αναγνωστών μας, που με έβαλαν σε σκέψεις: «Η ανοχή σε ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα, με θύματα παιδιά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τη ζωή τους, χρειάζεται ανάλογη απόδοση Δικαιοσύνης. Σκέφτεται η Πολιτεία την επαναφορά της θανατικής ποινής για τις ειδεχθείς δολοφονίες παιδιών;».
Το ερώτημα είναι: Γιατί οι δικαστές, τουλάχιστον στα εγκλήματα με θύματα παιδιά, δεν εφαρμόζουν αυστηρά το Ποινικό Δίκαιο; Εμείς, όσο κι αν οργιζόμαστε, ας μην ακυρώσουμε την ανθρωπιστική θέση μας έναντι της θανατικής ποινής…