Ο ΛΟΓΟΣ ήταν σαφής. Με τι τιμές των ξενοδοχείων στις μεγάλες πόλεις να έχουν ξεφύγει το Airbnb έδινε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν ηλεκτρονικά άνθρωποι που είχαν να νοικιάσουν κάποιον χώρο με κάποιους που έψαχναν κάπου να κοιμηθούν χωρίς να έχουν μεγάλες απαιτήσεις. Οπως ήταν φυσικό, η χίπικη περίοδος του Αirbnb δεν κράτησε πολύ.
ΠΟΛΛΟΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ ότι το να αγοράσεις έναν χώρο που θα τον χωρίσεις σε δωμάτια και θα τον νοικιάζεις στην πλατφόρμα της Airbnb είναι μια σοβαρή επιχειρηματική προοπτική. Τα Airbnb από μια πρόχειρη λύση είχαν γίνει επιχείρηση, κάτι σαν τις πανσιόν ή τα δωμάτια που νοίκιαζαν στο παρελθόν οι γιαγιάδες στα ελληνικά νησιά.
ΤΟ AIRBNB με τις ηλεκτρονικές κρατήσεις αφαιρούσε κάτι από την περιπέτεια του επιτόπου ψαξίματος που είχαν στο παρελθόν οι διακοπές. Από την άλλη προφύλασσε από διάφορες εκπλήξεις, όπως τον ντόπιο που νοικιάζει δωμάτια και στο λιμάνι λέει στον τουρίστα «ρουμς γουίθ νάις βιου» για να αποκαλυφθεί σύντομα ότι το «νάις βιου» είναι στο κοτέτσι της αυλής. Οι πιο απρόβλεπτες, όμως, επιπτώσεις ήταν στον χαρακτήρα των πόλεων.
ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ στα ελληνικά νησιά η οικογένεια νοίκιαζε ένα ή περισσότερα δωμάτια σε τουρίστες. Οι παλιότεροι όλο και θα θυμούνται να έχουν μείνει διακοπές σε νοικιασμένο δωμάτιο και στους τοίχους να είναι κρεμασμένη η εικόνα του μουστακαλή παππού. Η οικογένεια όμως συνέχιζε να μένει στριμωγμένη στο σπίτι και τον χειμώνα το δωμάτιο με τη φωτογραφία του παππού θα ξαναγινόταν σαλόνι. Το Airbnb με τα σπίτια δημιούργησε πόλεις και περιοχές που υπάρχουν μόνο για τον τουρισμό. Κάτι που συγχωρείται από τον τουρίστα που θα πάει για διακοπές στην Ιμπιζα ή στην Κόστα Μπράβα αλλά δεν συγχωρείται από αυτόν που δεν ήρθε για να ζήσει σε γκέτο αλλά να γνωρίσει την ατμόσφαιρα της χώρας.
ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ να δημιουργηθούν πόλεις προς ενοικίαση υπήρξαν αντιδράσεις. Στη Βαρκελώνη, στο Αμστερνταμ, στο Παρίσι και στη Βενετία χώροι Airbnb μπορούν να ενοικιάζονται μέχρι 120 μέρες τον χρόνο. Ο κίνδυνος οι ντόπιοι να νιώθουν μειονότητες που ζουν σε «πόλεις σκηνικά» τύπου Τρούμαν Σόου είναι πολύ πραγματικός για να αγνοηθεί.
Οι διακοπές του Ελληνα
Τα ρεπορτάζ τύπου «Δύο στους τρεις Αθηναίους δεν θα πάνε εφέτος διακοπές» το καλοκαίρι είναι τόσο εποχικά όσο τα «40% κάτω ο τζίρος των μαγαζιών» το φθινόπωρο. Σίγουρα κάποιοι δεν μπορούν να πάνε διακοπές. Οι άδειοι όμως δρόμοι της Αθήνας το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου δείχνουν ότι σε ένα φτηνό δωμάτιο στο νησί, στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό ένας μεγάλος αριθμό ανθρώπων όλο και κάπου έχει να πάει. Το θέμα είναι τι απαιτήσεις έχει από τις διακοπές του. Στις απαιτήσεις ανάμεσα στο σήμερα και στο παρελθόν μάς χωρίζει άβυσσος.
Το δίμηνο της φωτιάς
Ο σύγχρονος τουρισμός ξεκινάει με «Το Παιδί και το Δελφίνι» όταν σχεδόν κανένας Ελληνας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να μείνει σε ξενοδοχείο. Οι περισσότερες οικογένειες νοίκιαζαν ένα δωμάτιο σε σπίτι και κοιμόντουσαν σε ράντζα, τρία και τέσσερα άτομα. Οι πιο εύποροι πήγαιναν στις καλές πανσιόν. Η εικόνα του στρατηγού με τη σύζυγό του, με τον κύριο εισαγγελέα και τη δική του να παίζουν κουμκάν στις βεράντες των πανσιόν στην Αιδηψό ή στον Αγιο Κωνσταντίνο είναι από τις κλασικότερες της εποχής. Τα ξενοδοχεία για παραθερισμό, όπως τα υπέροχα Ξενία του αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη, ήταν απλησίαστα για την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Χρειάζονται νέες ιδέες
Τα Ξενία, από τα πιο ωραιότερα δείγματα τουριστικής αρχιτεκτονικής, ήταν τόσο μπροστά ώστε είχαν σχεδιαστεί με μεγάλους κοινόχρηστους χώρους ώστε να μπορούν να γίνουν κομμάτι της ζωής του τόπου. Εγκαταλειμμένα, με προσωπικό που βολευόταν κομματικά, παράκμασαν τη δεκαετία του ’80. Κατά καιρούς έγιναν σχέδια να αποκατασταθούν στην αρχική τους μορφή αλλά σε μία χώρα που το κράτος ενδιαφέρεται για το έργο μέχρι να κοπεί η κορδέλα, τελικά δεν έγινε τίποτα. Σε κάποια στοιχεία, όπως στην προσπάθεια να κρατηθούν χαμηλές θερμοκρασίες στα υπνοδωμάτια, τα Ξενία θύμιζαν το Costa Navarino στην Κυπαρισσία.
Χρειάστηκε να προσεγγιστεί κάθε δήμαρχος και κοινοτάρχης, να πειστεί κάθε εστιάτορας της περιοχής και να μάθουν οι κάτοικοι ότι για τις δουλειές θα έχουν προτεραιότητα για να μπορέσει ο καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος να φτιάξει το Costa Navarino. Καταλαβαίνοντας ότι για να είναι ωραίο ένα γήπεδο του γκολφ δεν πρέπει να μοιάζει με το Muirfield ή την Augusta αλλά να δένει με το περιβάλλον. Κάτι που έγινε με τα 6.500 ελαιόδεντρα και τα 2.000 εσπεριδοειδή που φυτεύτηκαν στον χώρο. Αποφεύγοντας να δημιουργήσει ένα συγκρότημα-σκηνικό, όπως φοβάμαι ότι θα είναι το συγκρότημα στο Ελληνικό.
Και δείχνοντας ότι με τα νησιά να βουλιάζουν, περισσότερο από ένα ακόμα δωμάτιο χρειάζονται ιδέες που θα βάλουν καινούργιους τόπους στο παιχνίδι.