ΚΑΙ κυρίως ελέχθη την περίοδο του «μεγάλου παροξυσμού» στη γειτονική χώρα, όπου γίνεται καθημερινός διαγωνισμός ποιος θα πει τη μεγαλύτερη και πιο προκλητική χοντράδα κατά της Ελλάδας. Το χορό τον σύρει ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος, αλλά και η αντιπολίτευση προσπαθεί να τον υπερφαλαγγίσει πλειοδοτώντας. Με «ισχυρότερο επιχείρημα» κάτι σαν «πάψε πια τα λόγια και κάνε αυτά που λες». Αποδέκτες αυτού του διαγωνισμού επιθετικότητας είναι η τουρκική κοινωνία, η οποία εν όψει των επικείμενων εκλογών καλείται ουσιαστικά να επιλέξει τον πιο σκληρό εχθρό της Ελλάδας, μαστιζόμενη από μια κλιμακούμενη ανθελληνική προπαγάνδα. Η κοινή γνώμη της γειτονικής χώρας δηλητηριάζεται όλο και περισσότερο. Τη στιγμή μάλιστα που σπανίζουν οι φωνές της λογικής και της ψυχραιμίας, ή όποτε ακούγονται χαρακτηρίζονται αμέσως μειοδοτικές και ύποπτες.
ΠΙΟ ύποπτες ασφαλώς από τις σχεδόν καθημερινές προβοκάτσιες που στήνονται τη μια στον Εβρο με μετανάστες και την άλλη σε κάποια από τα «υπό κατοχή νησιά», όπως η Ρόδος, με ψαροκάικα ή με σαπιοκάραβα εμπορικά. Η κοινή λογική λέει ότι η Τουρκία με όσα λέει και κάνει, αν δεν έχει ξεπεράσει το όριο θραύσης, βρίσκεται πολύ κοντά στο να το ξεπεράσει. Οι ελληνικές Ε.Δ. με ψυχραιμία αλλά και αποφασιστικότητα βρίσκονται σε αυξημένη ετοιμότητα. Οπως και η κυβέρνηση. Η χθεσινή συνάντηση του Κ. Μητσοτάκη με τον Ε. Μακρόν στο Παρίσι δεν είναι άσχετη με την κλιμάκωση που προκαλεί η Αγκυρα. Κάθε λογικός άνθρωπος σκέπτεται ότι κάποιος που έχει πει και συνεχίζει να λέει τόσο πολλά δεν μπορεί παρά να προσπαθήσει να κάνει κάτι. Ο Τ. Ερντογάν και η Τουρκία έχουν παγιδευτεί ήδη στη δική τους ρητορική. Ή θα γελοιοποιηθούν ή θα ρισκάρουν. Κι αν ρισκάρουν, είναι πολλά τα σενάρια για το πώς και πού μπορεί να αναληφθεί το ρίσκο.
Η αιφνίδια αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού που ανακαταλαμβάνει εδάφη που είχαν πάρει οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολική Ουκρανία έχει προκαλέσει τη μήνιν του Β. Πούτιν, ο οποίος «τρώει» τον έναν στρατηγό μετά τον άλλον και αλλάζει τις ισορροπίες στον επτάμηνο πόλεμο της Ουκρανίας. Αυτή η εξέλιξη δεν αφήνει αδιάφορη την Τουρκία, η οποία εμμέσως αλλά και αμέσως πόνταρε στην κυριαρχία του Πούτιν. Και σίγουρα, ανεξαρτήτως αν θα επηρεάσει τη ρητορική της Αγκυρας, θα επηρεάσει τις συζητήσεις που κάνει ο Τ. Ερντογάν με τους συνεργάτες του κεκλεισμένων των θυρών.
ΣΕ κάθε περίπτωση το όλο σκηνικό παραπέμπει σε τοπίο κινούμενης άμμου. Υπό αυτό το πρίσμα έχει πολύ μεγάλη σημασία και το τι βλέπουν σε εμάς οι «απέναντι». Βλέπουν π.χ. ότι σε επίπεδο κοινωνίας υπάρχει μια συμπαγής ενότητα, η οποία όμως δεν αποτυπώνεται πλήρως και σε πολιτικό επίπεδο. Συνήθως σε χώρες όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζουν απειλές, η αντιπολίτευση πάει ένα βήμα μπροστά από την κυβέρνηση, ενισχύοντας και τη διαπραγματευτική δύναμή της, αλλά και την αποτρεπτική ισχύ της. Εδώ υπάρχει μια περίεργη σιγή από την αντιπολίτευση. Η μακαρίτισσα Φ. Γεννηματά, σε τέτοιες συνθήκες που περνά η χώρα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε μιλήσει και να μην είχε στείλει τα μηνύματά της στα ευαίσθητα αυτιά της Τουρκίας. Ο Ν. Ανδρουλάκης μοιάζει ολοκληρωτικά απορροφημένος από την παρακολούθησή του. Ενώ ο Α. Τσίπρας «πολεμάει» το φάντασμα μιας ανύπαρκτης χούντας και βρίσκεται πελαγωμένος στα χωρίς σύνορα νερά της εθνικής αμηχανίας. Κουβέντα δεν έχουν πει. Κι αυτό φαίνεται και ακούγεται από την «απέναντι» πλευρά.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Η σιωπή ασφαλώς δεν σημαίνει ότι εκλαμβάνεται και ως «νεύμα». Αλλά δεν είναι καθόλου άνευ σημασίας. Καλό θα ήταν, μέσα σε αυτές τις περίεργες στιγμές, να πουν και κάτι. Να δείξουν και την ενόχλησή τους, αλλά και να υπογραμμίσουν τη δεδομένη στάση τους, αν και εφόσον ο Τ. Ερντογάν τραβήξει κι άλλο το σκοινί. Θα ήταν πολλαπλά χρήσιμο.
ΑΙΧΜΗ
ΤΑ «ΤΕΡΑΤΑ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ
Η περιγραφή της ενδεχόμενης «πολιτικής τερατογένεσης» από τον Κ. Μητσοτάκη ενόχλησε, αλλά και παρήγαγε ήδη αποτελέσματα. Πέραν της εικόνας που βοήθησε να σχηματιστεί μπροστά στα μάτια του κάθε πολίτη. Ενόχλησε γιατί χάλασε, αποκαλύπτοντάς το, το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ για «προοδευτική κυβέρνηση». Ο Κ. Μητσοτάκης από αφηρημένη έννοια την έκανε πολιτικά φραγκοδίφραγκα με ονόματα και διευθύνσεις. Προκάλεσε όμως και δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πρώτον, το ΚΚΕ έσπευσε να καταστήσει απολύτως σαφές ότι αυτή η κουβέντα δεν το αφορά. Ούτε ενεργά με τη συμμετοχή του ούτε έμμεσα με την αποχή του προκειμένου να διευκολύνει το σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Αλλά για όσους γνωρίζουν το ΚΚΕ αυτό ήταν δεδομένο, χωρίς να μειώνεται η αξία της άμεσης διαφοροποίησής του. Και χθες ήρθε και η ώρα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., το οποίο διά του εκπροσώπου του, Δ. Μάντζιου, επιτέθηκε στον πρωθυπουργό λέγοντας ότι «διαισθανόμενος την αποκαθήλωση του επιτελικού του κράτους (…) προσπάθησε να διαδώσει ψεκασμένα ψέματα για συγκυβέρνηση όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης». Και πρόσθεσε: «Σε κάθε περίπτωση αυτά δεν μας αφορούν». Αρα ακόμα μία απώλεια για την «προοδευτική κυβέρνηση», η οποία δείχνει να απομένει με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Γ. Βαρουφάκη. Η εκτίμηση του Α. Γεωργιάδη με βάση την οποία, επειδή το ΠΑΣΟΚ έχει μεταβληθεί «σε κόμμα διαμαρτυρίας της άκρας Αριστεράς», δεν υπάρχει κανένα περιθώριο μετεκλογικής συνεργασίας, δεν είναι απαραίτητα σωστή. Οχι μόνο γιατί στην πολιτική ισχύει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού το «ποτέ μη λες ποτέ», αλλά και για έναν σημαντικό λόγο. Ο Ν. Ανδρουλάκης μπορεί να έχει γίνει «μονοθεματικός» με τις παρακολουθήσεις, γιατί εκτιμά πως αυτό το κλίμα τον ευνοεί και τον ενισχύει, ξέρει όμως καλά δύο πράγματα: 1. Πάνω από το 1/3 της εκλογικής ή της δυνητικής εκλογικής βάσης του παραμένει στο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και δεν θα στήριζε ποτέ μια συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. 2. Αρκετοί βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., μεταξύ αυτών και πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός του, πιστεύουν πράγματι στην «αυτόνομη πορεία» του κόμματος και γι’ αυτό τον στήριξαν. Επομένως, αν το «γυρίσει» και πάει προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι. Υπ’ αυτήν την έννοια η χθεσινή παρέμβαση του Δ. Μάντζιου -και για όσο τα φαινόμενα μπορεί να απατούν- έβαλε τέλος στην «προοδευτική διακυβέρνηση».