Χθες, για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αυξήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο κατά 2,25 δισεκατομμύρια ευρώ, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός έχει πιάσει διψήφια ποσοστά. Ταυτόχρονα, η Στατιστική Αρχή έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του έτους κατά 1,7% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, ενώ η κατανάλωση εκτινάχθηκε κατά 20%.
Ολα αυτά είναι αποτελέσματα μιας οικονομίας που τρέχει με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν λόγω της έκρηξης της τουριστικής κίνησης, η άνοδος των επενδύσεων έφερε νέες δουλειές και εισοδήματα, οι πολίτες καταναλώνουν και το διαθέσιμο εισόδημά τους «αντέχει», αν και η ακρίβεια βαράει «κόκκινο».
Σε όλα αυτά ο κ. Τσίπρας απαντά με υποσχέσεις ότι, εάν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, θα εφαρμόσει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση των έμμεσων φόρων, αύξηση του αφορολόγητου ορίου στις 10.000 ευρώ για όλους και πάταξη της αισχροκέρδειας.
Λυπούμαστε, αλλά τα ίδια έλεγε το 2015 και τότε ένα τμήμα του εκλογικού σώματος, που τελικώς έκρινε το αποτέλεσμα, τον πίστεψε με την κουτοπόνηρη λογική ότι «και δύο πράγματα από τα δέκα που υπόσχεται να κάνει πράξη κέρδος θα είναι». Η συνέχεια γνωστή, επί ΣΥΡΙΖΑ η έμμεση φορολογία αυξήθηκε, όπως ο ΦΠΑ στα τρόφιμα και ο Ειδικός Φόρος στα καύσιμα, το αφορολόγητο όριο μειώθηκε χωρίς να ανοίξει μύτη στην κυβέρνηση, ενώ η μεσαία τάξη φορτώθηκε με όλα τα βάρη της αποτυχημένης διαπραγμάτευσης του 2015.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Ποιος θα πιστέψει ξανά τον Τσίπρα όταν μιλάει για μειώσεις φόρων, όταν ο ίδιος αύξησε την άμεση και έμμεση φορολογία; Η δικαιολογία ότι τότε δεν ήξερε ή πιέστηκε από τους δανειστές ενώ τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά δεν στέκει. Ακόμη και τον Βαρουφάκη θα πρέπει να έχει δίπλα του εταίρο για να κυβερνήσει, ενώ με τη Βρετανία είδαμε πόσο γρήγορα οι αγορές τιμολογούν πολιτικές επιπολαιότητες και ακοστολόγητα προγράμματα.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Νέα Δημοκρατία έχει προβάδισμα 8,7 μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (Marc για ΑΝΤ1) και ο Μητσοτάκης υπερέχει του Τσίπρα με 20 μονάδες στην καταλληλότητα για θέματα οικονομίας.
Η απόπειρα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να «μιλήσει» στη μεσαία τάξη προσκρούει στο κυβερνητικό παρελθόν του, αλλά και στη φυσιογνωμία ενός κόμματος που θρέφεται από την τοξικότητα και έχει ως εχθρό την κανονικότητα.
Ο κ. Τσίπρας βλέπει ότι ο χρόνος τελειώνει και ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος σε χαμηλά ποσοστά. Θέλει να διευρύνει το ακροατήριό του ως λύση ανάγκης χωρίς να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της μεσαίας τάξης. Για αυτό είναι ζήτημα χρόνου να επιστρέψει στο δρόμο του λαϊκισμού, που γνωρίζει καλά.