ΓΙΑΤΙ συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί η πολιτική φτώχεια φέρνει γκρίνια. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει προς το τέλος του. Από εκεί που βρισκόταν στο 36%, σε λίγο θα «φλερτάρει» και πάλι με τα μονοψήφια ποσοστά που του αξίζουν να έχει.
ΤΟ καίριο ερώτημα, βέβαια, δεν αφορά πλέον την κατάρρευση του κόμματος, αλλά το πώς είναι δυνατόν να ανέχονται να ευτελίζονται ως πολιτικές προσωπικότητες. Μιλάμε για ένα κόμμα που έχει πρόεδρο για τον οποίο κανείς δεν ξέρει αν διαθέτει έστω την πλειοψηφία στα όργανα. Εναν πρόεδρο τον οποίο τα κορυφαία στελέχη δεν θέλουν να βλέπουν μπροστά τους και το δηλώνουν ξεκάθαρα. Εναν πρόεδρο που μοιάζει σαν influencer και δεν έχει ιδέα από πολιτική. Εχει και έναν τέως πρόεδρο, ο οποίος, αφού με τις πολιτικές που ακολούθησε γκρέμισε το κόμμα, τώρα κάνει τα πάντα για να διαλύσει ό,τι έχει απομείνει, πιστεύοντας ότι θα τον καλέσουν πάλι τα πλήθη να αναλάβει το τιμόνι. Από προχθές διαθέτει και έναν επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ο οποίος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα με 13-0 ψήφους από την ελληνική Δικαιοσύνη.
Οι επικίνδυνοι
ΕΙΝΑΙ εντυπωσιακό, αλλά ο Κασσελάκης κάνει σαν να μην αντιλαμβάνεται πως είναι ένας πρόεδρος-ξένο σώμα στο κόμμα του. Κι όμως, υπομένει τον απόλυτο ευτελισμό, για να κρατήσει την καρέκλα του. Και όσοι βρίσκονται απέναντί του πώς αντέχουν να υποκρίνονται καθημερινά και δεν φεύγουν; Βγήκε και είπε ο τέως πρόεδρος της Κ.Ο. ότι διαφωνεί από την πρώτη μέρα με τον πρόεδρο του κόμματος; Τότε, γιατί δεν παραιτήθηκε;
ΑΛΗΘΕΙΑ, τι πιστεύουν όλοι αυτοί; Ο Κασσελάκης, ο Πολάκης, ο Τσίπρας και οι αυλικοί τους; Οτι μετά από όλο αυτό το τσίρκο θα τους δίνει κανείς σημασία; Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας ήδη τους αγνοεί. Κανείς δεν τους ακούει. Γιατί, όταν αφήνουν στην άκρη τις εσωκομματικές διαμάχες, το μόνο που εκπέμπουν είναι τοξικότητα, καταστροφολογία και λαϊκισμό.
ΣΕ λίγα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελεί μια επώδυνη ανάμνηση για τη χώρα και τους πολίτες. Ενα κόμμα διαμαρτυρίας που εκτινάχθηκε γιατί εκμεταλλεύτηκε τη χρεοκοπία της χώρας, υποσχέθηκε φαντασιακές λύσεις και, τελικά, εκτός από έναν βαρύ λογαριασμό, επανέφερε στο προσκήνιο τον εμφυλιοπολεμικό διχασμό. Γι’ αυτό και τώρα εξαϋλώνεται.