Η αλήθεια είναι πως τον εμφύλιο στη Συρία δεν τον ξεκίνησε 13 χρόνια πριν (15 Μαρτίου 2011) ο Μπασάρ αλ Ασαντ, αλλά ένοπλες ομάδες υποκινούμενες από τη Σαουδική Αραβία, τις ΗΠΑ και την Τουρκία. Ηταν ένα ακόμη επεισόδιο των «αραβικών επαναστάσεων», χωρίς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για τη Δύση. Αφού πέρασε από σαράντα κύματα, ο Σύρος «κληρονομικός δικτάτορας-ηγέτης του Μπάαθ» εδραίωσε, με τη βοήθεια των Ρώσων, την εξουσία του στο 75% της χώρας. Η Τουρκία απέσπασε ένα σημαντικό κομμάτι διασπώντας την εδαφική συνέχεια των βόρειων κουρδικών εδαφών της Συρίας, ενώ οι ΗΠΑ περιορίστηκαν στον έλεγχο της Ράκα και του Καμισλί, κλέβοντας ανενόχλητοι το πετρέλαιό τους. Στους κερδισμένους συγκαταλέγεται το Ιράν, που στήριξε τον Ασαντ με πολιτοφυλακές και ποταμούς χρημάτων. Στο τέλος της ημέρας, ο Σύρος πρόεδρος ξαναέγινε πέρσι δεκτός στον Αραβικό Σύνδεσμο, αφού το 2018 η Τζόρτζια Μελόνι (όντας ακόμη στην αντιπολίτευση) είχε πλέξει το εγκώμιο στη θρησκευτική του ανεκτικότητα: «Αν υπάρχουν ακόμη φάτνες στη Συρία», είπε η νυν Ιταλίδα πρωθυπουργός, «το χρωστάμε στον Ασαντ και στη Χεζμπολάχ».
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Κάπου εδώ τελειώνει η ψυχρή ανάλυση και μπαίνει το τραγικό, ανθρώπινο κόστος του συριακού εμφυλίου. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Λονδίνο) οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τις 500.000. Από αυτούς, ένοπλοι διαφόρων πλευρών λογίζονται οι 343.000, ενώ οι 164.000 προέρχονται από τις τάξεις των αμάχων.
Κατά τον ΟΗΕ, τα 16,7 εκατομμύρια από τον πληθυσμό 24 εκατ. της Συρίας έχουν ανάγκη από κάποια ανθρωπιστική βοήθεια ή προστασία. Οι εσωτερικοί πρόσφυγες ανέρχονται σε 6,8 εκατ. με άλλους 3,7 εκατ. «παρκαρισμένους» στην Τουρκία και εκατοντάδες χιλιάδες σε άλλες χώρες. Ανθρωποι-αριθμοί, όπως στη Γάζα.