ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, βέβαια, είναι διαφορετική και κρίνεται ανάλογα. Διότι από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να βγει μπροστά και να ταυτιστεί με ένα κόμμα, τότε αυτομάτως μπαίνει και στον ρόλο του κρινόμενου. Το ίδιο υφίσταται πλέον η Πόπη Τσαπανίδου, αν κρίνουμε από τις πρώτες δηλώσεις που προκάλεσε η επιλογή της. Το ιδιαίτερο όμως εν προκειμένω είναι ότι οι μεγαλύτερες και περισσότερες -για να μην πούμε όλες- αντιδράσεις ήρθαν από το ίδιο το κόμμα που καλείται να υποστηρίξει. Ο αιφνιδιασμός του Αλέξη Τσίπρα δεν άρεσε σε πολλούς, οι οποίοι θεωρούν ότι έπρεπε να προηγηθεί διαβούλευση με τα εσωτερικά όργανα του κόμματος ή, για να είμαστε ακριβείς, με τις εσωτερικές αντικρουόμενες τάσεις του.
ΑΙΧΜΗ ΤΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ για τη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε στον «βαθύ» ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι η ανάληψη της θέσης του εκπροσώπου Τύπου έγινε από μια δημοσιογράφο που δεν προέρχεται από τον κομματικό σωλήνα ή από τα κομματικά έντυπα, αντιθέτως ήταν για πολλά χρόνια στην πρώτη γραμμή των «συστημικών» καναλιών, αυτών δηλαδή που η Κουμουνδούρου είχε στοχοποιήσει ως «βοθροκάναλα». Με απλά λόγια, η Πόπη Τσαπανίδου εκπροσωπούσε κάτι πριν εκπροσωπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
«ΑΡΑΓΕ, ΚΑΝΕΙΣ/ΚΑΜΙΑ δεν κρίθηκε άξιος/-α από τα 185.000 μέλη να εκπροσωπήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Κανείς/καμία σύντροφος/-ισσα δεν κρίθηκε ικανός/-ή να αρθρώσει λόγο δομημένο, στέρεο και ευθύβολο απέναντι στην κυβέρνηση;», αναρωτήθηκε χωρίς να περιμένει απάντηση η πρώην βουλευτής Φωτεινή Βάκη. Και εδώ ερχόμαστε στο ουσιαστικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι βασικά πρόβλημα του Αλέξη Τσίπρα. Από τη μία, θέλει να περάσει την εικόνα του μοντέρνου, μετριοπαθούς, ευρωπαϊκού κόμματος και, από την άλλη, ταξιδεύει στη Βραζιλία για την ορκωμοσία Λούλα. Από τη μία, θέλει να πείσει πως ξεμπέρδεψε με τους ακραίους και τους συνωμοσιολόγους και, από την όλη, υιοθετεί άκριτα fake news κατά της Ελλάδας, αρκεί να βολεύουν την ατζέντα του. Από τη μία, αγωνιά, υποτίθεται, για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους νέους και, από την άλλη, δεν ψηφίζει τα μέτρα για την ενίσχυσή τους.
ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΥΠΟΥ δεν μεταφέρουν τις δικές τους απόψεις, αλλά τις θέσεις και τις αποφάσεις του κόμματος που εκπροσωπούν. Αλλάζοντας, λοιπόν, το μέσο που μεταφέρει το μήνυμα, δεν σημαίνει ότι αλλάζει και το μήνυμα. Εν κατακλείδι, το θέμα δεν είναι η εικόνα της Πόπης Τσαπανίδου μπροστά από την κάμερα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δεν ήταν ποτέ θέμα η εικόνα του Νάσου Ηλιόπουλου ή της Ράνιας Σβίγκου. Το θέμα είναι τι θα απαντούσε η κ. Τσαπανίδου αν ερωτάτο για τους «38» του Εβρου και τη «συγγνώμη» του «Spiegel». Θα αναπαρήγαγε τη γραμμή Σπίρτζη, θα άλλαζε θέμα ή θα παραδεχόταν την επικίνδυνη, αντεθνική στάση τους; Το θέμα είναι τι θα απαντήσει αν κάποιος συνάδελφός της τη ρωτήσει αν ο Αλέξης Τσίπρας αγαπούσε την Ελλάδα (επειδή υπέγραψε Μνημόνιο), όπως είχε κάποτε ρωτήσει εκείνη για τον Γιώργο Παπανδρέου. Ωραία, σκληρή ερώτηση. Αλλά, όπως συνηθίζουμε να λέμε στην πιάτσα, σημασία έχουν οι απαντήσεις.