Με τον κατώτατο μισθό δεν γίνεται κανείς πλούσιος, αλλιώς δεν θα ήταν κατώτατος. Ομως, κάθε φορά που αυξάνεται, οι εργαζόμενοι που τον λαμβάνουν έχουν περισσότερες δυνατότητες να ζήσουν μια καθημερινότητα με λιγότερο άγχος.
Από 650 ευρώ το 2019 ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σε 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, σε 713 ευρώ τον Μάιο του 2022, σε 780 ευρώ τον Απρίλιο του 2023 και από αύριο, 1η Απριλίου, θα ανέρχεται πλέον στα 830 ευρώ. Αν λέγαμε αυτό το ποσό στα χρόνια του Μνημονίου, τότε που ο υποκατώτατος μισθός ήταν η ζοφερή κανονικότητα, θα μας κατηγορούσαν για πρωταπριλιάτικο αστείο. Ομως, δεν είναι. Πλέον, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πιστώνεται τέσσερις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού και παρόλο που αναμετριέται με το τέρας της ακρίβειας, του πληθωρισμού και των δυσθεώρητων ενοικίων, δεν παύει να αποτελεί την εκπλήρωση μίας από τις σημαντικότερες προεκλογικές δεσμεύσεις της. Επόμενος στόχος, το 2027 να φθάσει στα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ.
Η Δόμνα Μιχαηλίδου, ως έμπειρη οικονομολόγος, γνωρίζει πολύ καλά πως η αύξηση των εισοδημάτων γίνεται παράλληλα με τον πόλεμο στην ακρίβεια. Και για να κερδηθεί αυτός ο πόλεμος, πρέπει να δοθούν πολλές μάχες. Μάχες που χρειάζονται πολύπλευρη στρατηγική, χωρίς όμως να απαιτούν παράπλευρες απώλειες και αχρείαστους εχθρούς. Η επιχειρηματικότητα δεν είναι ο διάβολος που φαντασιώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένας σύμμαχος, αρκεί να λειτουργεί σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και στοχευμένων κρατικών ελέγχων. Δεν είναι τυχαίο που η υπουργός Εργασίας χαρακτήρισε τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού ως μία «λελογισμένη κίνηση, η οποία συμβαδίζει με αυτό που δίνει η ίδια η αγορά». Το σημείο αυτό είναι το πλέον κομβικό, διότι χαρτογραφεί την άβυσσο που χωρίζει την οικονομική και εργατική πολιτική της κυβέρνησης από προγράμματα τύπου Θεσσαλονίκης, που ακόμα και τώρα πλασάρονται σε διάφορες παραλλαγές από τον Στέφανο Κασσελάκη.
Η διαφορά, λοιπόν, που δεν γεφυρώνεται με τίποτα, είναι ότι το πρόγραμμα της Ν.Δ. δεν εξελίσσεται ούτε ερήμην των αναγκών των πολιτών αλλά ούτε και ερήμην των δυνατοτήτων του ελληνικού επιχειρείν. Γι’ αυτό και αξιοποιεί κάθε ευκαιρία που δίνει η υπεραπόδοση της οικονομίας. Και εδώ συμβαίνει το φαινομενικά παράδοξο: Οσο ψηλώνει ο πήχης τόσο μεγαλώνουν και οι προσδοκίες. Πλέον, το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι η ανεργία, η οποία έχει συρρικνωθεί σε ιστορικό χαμηλό αγγίζοντας τα επίπεδα της διαρθρωτικής ανεργίας που δημιουργείται από την αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων προσόντων και των εξειδικευμένων αναγκών της αγοράς εργασίας. Πλέον, η προσφορά εργασίας σχεδόν αγγίζει τη ζήτηση, δίνοντας στους υποψηφίους τη δυνατότητα επιλογής και στους εργαζομένους τη δυνατότητα εναλλαγής μεταξύ εργοδοτών. Πλέον, η αφετηρία δεν είναι τα 400 ή τα 500 ευρώ, αλλά τα 830 ευρώ για τους νεοεισερχομένους.
Αν χρειάζονται να γίνουν και άλλα; Προφανώς! Οταν ένα ενοίκιο για μία μέση κατοικία σε μία εργατική συνοικία πλησιάζει τα 600 ευρώ, τότε όχι μόνο ο κατώτατος αλλά ούτε ο μέσος μισθός δεν επαρκεί. Αλλά, σε αντίθεση με αυτά που πιπιλίζει η αντιπολίτευση χωρίς να μπορεί να προτείνει ούτε ένα σοβαρό, εφαρμόσιμο μέτρο, κάτι κινείται εκεί έξω. Προς τα πάνω.