Αμέσως μετά το ξεφωνητό, ως συνηθίζεται, εμφανίστηκαν οι ξεβλαχιστές και ξεβλαχίστριες που πληροφόρησαν όσους έκαναν κριτική ότι οι στολές είχαν σχεδιαστεί από τη Μαίρη Κατράντζος και καλό είναι να μην έχουμε γνώμη για θέματα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Το οποίο θυμίζει το παραμύθι με τα ρούχα του βασιλιά που γυρνούσε γυμνός αλλά όλοι έπρεπε να θαυμάζουν την όμορφη φορεσιά του.
Το θέμα όμως είναι άλλο. Οι στολές έχουν αλλάξει και άλλες φορές στο παρελθόν, αλλά η ιδέα έμενε ίδια. Ενας μακρύς χιτώνας με πτυχές που θα τονίζει την κίνηση στην τελετουργία και όχι ένα ξώπλατο που θα το φόραγε γκαρσόνα του «Ceasar’s Palace» στο Λας Βέγκας. Το να αλλάξει κάποιος το ντύσιμο των ιερειών στην Ολυμπία είναι ανάλογο με το να αλλάξει τη στολή των ευζώνων στο Σύνταγμα. Ο λόγος είναι ότι ο κόσμος θα πρέπει να καταλάβει ότι κάθε τι που μεγάλωσε μαζί του δεν έχει αξία. Οτι αξία έχουν μόνο όσα πιστεύουν και αρέσουν σε αυτούς και τους φίλους τους. Και από τη στιγμή που λόγος, αισθητική και ιστορία τούς ανήκουν, από τη στιγμή που, έντρομοι ότι θα φανούν ντεμοντέ, πολιτικοί και δημοσιογράφοι θα φωνάζουν «τι ωραία είναι τα ρούχα της Κατράντζου», τα υπόλοιπα θα είναι κομμάτι του ντόμινο που θα πέφτουν.
Δεν είμαι δογματικός. Δεν είμαι από αυτούς που μετράνε τις πτυχές στους χιτώνες και τα καρφιά στα τσαρούχια. Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι για κάθε στολή που υπάρχει πρέπει να υπάρχει και μία Κατράντζου που θα την αλλάξει. Και σίγουρα δεν πιστεύω ότι αυτός είναι ο ρόλος του κράτους. Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να πειραματίζεται. Το κράτος να ενσωματώνει τους πειραματισμούς του μόνο όταν η αισθητική τους έχει δοκιμαστεί στον χρόνο.
Χρόνος υπάρχει. Αρκετός ώστε η ΕΟΕ διακριτικά να επιστρέψει στις παλιές στολές των ιερειών. Διαφορετικά, η τιμωρία των θεών θα είναι σκληρή. Και ο πρόεδρος της ΕΟΕ Σπύρος Καπράλος θα φοράει τον μίνι χιτώνα στον αιώνα τον άπαντα.
«…εδώ δεν αφήνουν τίποτα»
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Πριν από δύο εβδομάδες χρειάστηκε να συνοδεύσω βράδυ συγγενικό μου πρόσωπο στα επείγοντα της «Αγίας Ολγας». Ολο το βράδυ περίμενα στα καθίσματα στον διάδρομο. Κάποια στιγμή πήγα να μπω στα επείγοντα για να δω πώς πάνε τα πράγματα, αλλά μία νοσοκόμα με σταμάτησε. «Πάρτε την τσάντα μαζί σας γιατί εδώ δεν αφήνουν τίποτα». Το πόσο κυριολεκτούσε όταν έλεγε «τίποτα», το κατάλαβα όταν είδα ότι δεν υπήρχε ούτε χαρτί στις τουαλέτες. Οσο για υποψήφιους «κατασχέτες» των αντικειμένων υπήρχαν όλων των ειδών. Από Ρομά που πηγαινοερχόντουσαν στους διαδρόμους μέχρι πρεζόνια που κοίταγαν γύρω γύρω αν υπάρχει κάτι πρόχειρο να σουφρώσουν και ταυτόχρονα ζήταγαν κάνα ψιλό για τη δόση.
Την ιστορία θυμήθηκα όταν στο Μεταξά, την περασμένη Πέμπτη, μετά από μάχη, έπιασαν γυναίκα η οποία ξάφριζε τα πορτοφόλια και τα κινητά ασθενών και των συνοδών τους. Μια συνηθισμένη ιστορία για τα ελληνικά νοσοκομεία, που όποιος θέλει μπαίνει και βγαίνει χωρίς κανέναν έλεγχο.
Η ερώτηση λοιπόν είναι, ο Αδωνις Γεωργιάδης δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι για την ασφάλεια στα νοσοκομεία όπου ασθενείς και προσωπικό καθημερινά κινδυνεύουν; Αν δεν υπάρχουν χρήματα για ιδιωτική ασφάλεια, ας πάρει τους κομάντος της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Εκτός αν η ήπια αστυνόμευση, στην οποία εκπαιδεύτηκαν, δεν είναι ούτε για τα νοσοκομεία.
ΑΕΙ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Οσο για την ασφάλεια στα πανεπιστήμια, αξίζει τον κόπο μία αναφορά στην καταγγελία για απόπειρα διάρρηξης στον χώρο που υπάρχει πυρηνικός αντιδραστήρας στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης. Οι πρυτανικές αρχές το διέψευσαν, ο εισαγγελέας ξεκίνησε έρευνα και αυτοί που ξέρουν λένε ότι ακόμα και αν υπήρχε διάρρηξη, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Οπως είπε ο πρύτανης Χαράλαμπος Φείδας, «πρόκειται για μικρό υποκρίσιμο εκπαιδευτικό πυρηνικό αντιδραστήρα και δεν τίθεται κανένα θέμα επικινδυνότητας». Και μάλλον θα λέει την αλήθεια, αφού είναι αδύνατον να υπήρχε αντιδραστήρας που θα μπορούσε να εκραγεί και να μην έχει εκραγεί ακόμα. Τουλάχιστον αυτό να μην είχε γίνει αν ήταν ευθύνη του πρύτανη να το αποτρέψει.
Μετά τις επιδρομές των κουκουλοφόρων με ορμητήριο την Πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου, η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη «δεν γίνεται να υπάρχουν φοιτητές που να προβαίνουν σε τέτοιες παράνομες πράξεις κατ’ επανάληψιν και τα πανεπιστήμια να μην προχωρούν στη διαγραφή τους από το πανεπιστήμιο» ήταν μια αλήθεια. Πριν όμως το κάνουν, θα μπορούσαν να διώξουν από τους κοιτώνες των πανεπιστημίων όλη τη μουλαρία που έχει κατσικωθεί. Με τους αναρχοαυτόνομους να παίζουν τον ρόλο των ξενοδόχων και να φιλοξενούν ομοϊδεάτες τους ακόμα και από το εξωτερικό.