Δεν πρέπει να έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν, στα ελληνικά χρονικά, κυβερνών κόμμα να διατηρεί διψήφιο προβάδισμα έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Εάν μάλιστα συμπεριλάβουμε τις δημοσκοπήσεις από το 2016 και μετά, διαπιστώνουμε ότι επί 7 συναπτά χρόνια η Νέα Δημοκρατία κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό είτε από τη θέση της αντιπολίτευσης, μέχρι τον Ιούλιο του 2019, είτε ως κυβέρνηση σήμερα.
Το πολιτικό αυτό «φαινόμενο» έχει την ερμηνεία του, δεν οφείλεται πάντως σε συστήματα διαπλοκής και «αναξιόπιστες μετρήσεις», όπως καταγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλωστε, οι μοναδικές εταιρίες-«φαντάσματα» που αποδείχθηκε ότι λειτουργούσαν υπό την καθοδήγηση κομματικών κέντρων ανήκαν τελικά, όπως αποκαλύφθηκε, σε συνεργάτες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, μετά την ήττα του Ιουλίου του 2019, είχε ζητήσει συγγνώμη από τον πρόεδρο του Συνδέσμου Εταιρειών Δημοσκοπήσεων, Δημήτρη Μαύρο, κάτι που δεν έγινε δημοσίως, αλλά με αποστολή μηνυμάτων.
Η υπεροχή της Ν.Δ., και μάλιστα σε καιρούς δύσκολους, εν μέσω πρωτόγνωρων κρίσεων, οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους:
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Πρώτον, το κυβερνών κόμμα σε γενικές γραμμές έχει υλοποιήσει αυτά που υποσχέθηκε προεκλογικά στο μέτωπο της οικονομίας. Μείωσε τους φόρους σημαντικά, με επίκεντρο τη μεσαία τάξη, κατήργησε την εισφορά αλληλεγγύης, ώθησε τις επενδύσεις και μείωσε την ανεργία στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 ετών. Ταυτόχρονα, ψηφιοποίησε σε μεγάλο βαθμό τη Δημόσια Διοίκηση, αναβάθμισε τη δημόσια εκπαίδευση, παρά τις αντιδράσεις οπισθοδρομικών συνδικαλιστών, και ενίσχυσε το ΕΣΥ εν μέσω πανδημίας. Τα ελληνικά ομόλογα, από το επίπεδο των «σκουπιδιών» όπου είχαν πεταχτεί μετά το δημοψήφισμα του 2015, τώρα βρίσκονται μόλις ένα σκαλοπάτι από την επενδυτική βαθμίδα που θα επισφραγίσει την επιστροφή της οικονομίας στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Δεύτερον, ο Μητσοτάκης προσπαθεί να επαναφέρει την κανονικότητα σε όλα τα επίπεδα, παρά το γεγονός ότι επί των ημερών του είχε να αντιμετωπίσει διαδοχικές κρίσεις. Οι πολίτες κουράστηκαν από τις περιπέτειες της μνημονιακής περιόδου και τους τυχοδιωκτισμούς των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., θέλουν μια κανονικότητα, την οποία υποστηρίζει η κυβέρνηση. ακόμα και όταν έχει να διαχειρισθεί δύσκολα ζητήματα, όπως η πανδημία, η έκρηξη του πληθωρισμού, ακόμη και η ενεργειακή επάρκεια.
Τρίτον, η σύγκριση Μητσοτάκη-Τσίπρα δείχνει ότι η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν επιθυμεί να βιώσει τη «δεύτερη φορά Αριστερά». Στα ερωτήματα για το ποιος πιστεύετε ότι μπορεί να διαχειρισθεί καλύτερα τα θέματα της οικονομίας, της ακρίβειας ή της εξωτερικής πολιτικής ο πρωθυπουργός υπερέχει συντριπτικά έναντι του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, με διαφορές μεγαλύτερες από την «ψαλίδα» των δύο κομμάτων. Οταν κατευθύνεσαι στην κάλπη, ψηφίζεις για το αύριο και η επιλογή του κ. Τσίπρα, αφενός, να υπερασπίζεται την κυβερνητική του θητεία και, αφετέρου, να ακολουθεί το δρόμο της τοξικότητας και του διχασμού της περιόδου 2012-2015 απωθεί ψηφοφόρους.
Η Ελλάδα πέρασε από μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές φουρτούνες, ενώ ο λογαριασμός του λαϊκισμού και της δημαγωγίας ήταν υψηλός και ακόμη πληρώνεται. Το 2015 οι πολίτες ψήφισαν Τσίπρα πιστεύοντας ότι «δεν θα πάθουμε και τίποτα χειρότερο», το οποίο τελικώς το βίωσαν λίγους μήνες αργότερα. Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να καταγράφει λάθη ή να έχει καθυστερήσει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, όμως η σύγκριση με την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική. Και αυτό δεν σβήνει εύκολα.