Το πρώτο με επικεφαλής την Τεχεράνη εκπροσωπεί τη Σιιτική Ημισέληνο, που απορρίπτει τη λύση των δύο κρατών, καταδικάζει τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς κατά αμάχων, ζητά κυρώσεις στο Ισραήλ και στηρίζει τη Χαμάς «ως την απελευθέρωση της Παλαιστίνης».
Στο άλλο μπλοκ δεσπόζουν η Σαουδική Αραβία και οι μοναρχίες του Κόλπου, που παρά την καταδίκη της αντίδρασης Νετανιάχου στις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, δεν δείχνουν καμία διάθεση να διακόψουν τους δεσμούς που έχτισαν με κόπο με το λεγόμενο «εβραϊκό κράτος», ιδίως στον οικονομικό τομέα.
Δίχως να κρύβει την απογοήτευσή του, ο ηγέτης της Χαμάς στον Λίβανο, Οσάμα Χαμντάν, δήλωσε ότι από τη σύνοδο «δεν βγήκαν αποτελεσματικά μέτρα και άμεσοι μηχανισμοί, ικανοί να τερματίσουν τον πόλεμο κατά του λαού μας».
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Παραπονέθηκε ακόμη ότι «περιμέναμε από τους Αραβες και μουσουλμάνους αδελφούς μας να χρησιμοποιήσουν όλη τους την οικονομικοπολιτική ισχύ για να πιέσουν την Ουάσιγκτον ώστε να τερματιστεί αμέσως η επίθεση κατά αμάχων και παιδιών».
Ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραϊσί είχε μια ιστορική συνάντηση στο Ριάντ με τους σουνίτες περιφερειακούς ανταγωνιστές του: τον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, και τον Αιγύπτιο πρόεδρο, Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.
Ωστόσο, ενώ η Τεχεράνη επιμένει σε μια Παλαιστίνη «από τον Ιορδάνη έως τη Μεσόγειο», με το Ισραήλ σβησμένο από το χάρτη (σ.σ.: πώς αλλιώς παρά με μια αντίστροφη Νάκμπα;), η Σαουδική Αραβία βρίσκεται πλησιέστερα στις θέσεις του ΟΗΕ: «Τέλος της ισραηλινής κατοχής και των παράνομων εποικισμών και παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ». Αυτή η θέση πέρασε στο τελικό ανακοινωθέν της συνόδου, σταθεροποιώντας μεν τις τιμές πετρελαίου-αερίου, απογοητεύοντας δε το Ιράν και τους δορυφόρους του.