Αντίστοιχο αίτημα έχουν προβάλει εδώ και καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, όμως σε αυτούς τους καιρούς της πληθωριστικής αναταραχής είναι αυτό το μέτρο κατάλληλο προκειμένου να ανακόψει τα κύματα της ακρίβειας;
Ας δούμε τι έγινε στην Ισπανία, που μηδένισε τον ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για τον μήνα Απρίλιο, ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,3% ενώ στην Ισπανία η ανατίμηση ήταν 4,8%, δηλαδή παρά τον μηδενικό ΦΠΑ οι διαφορές ήταν ανεπαίσθητες. Συνολικά, μάλιστα, ο πληθωρισμός στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 3,2% έναντι 3,4% της Ισπανίας.
Ωστόσο, τι μπορεί να γίνει ώστε να υπάρξει ταχύτερη αποκλιμάκωση των τιμών στα ράφια; Καταρχάς αποδεικνύεται ότι σε αυτή τη συγκυρία, όπου ο πληθωρισμός ακόμα δεν έχει τιθασευτεί, για το λόγο αυτό άλλωστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διστάζει να προχωρήσει σε μειώσεις επιτοκίων υπό το φόβο αναζωπύρωσης των εστιών της ακρίβειας, η μείωση φόρων χάνεται μεταξύ του κυκλώματος διακίνησης των προϊόντων.
Ο ΦΠΑ για τα τρόφιμα βρίσκεται στο 13%, είχε πάει και στο 24% επί Τσίπρα ύστερα από την καταστροφική διαπραγμάτευση του 2015 που έφερε το επαχθές τρίτο Μνημόνιο. Η μείωση ή και η κατάργηση του ΦΠΑ δεν είναι βέβαιο ότι θα φέρουν και μείωση των τιμών.
Τρανό παράδειγμα η αγορά του καφέ, όπου από την περίοδο της πανδημίας ισχύει μειωμένος ΦΠΑ 13% (από 24%), αλλά δεν έχουμε δει μειώσεις στη λιανική τιμή του. Η Ελληνική Ενωση Καφέ ζητάει την παράταση του μέτρου του μειωμένου ΦΠΑ, που λήγει στις 30 Ιουνίου, αλλά προειδοποιεί ήδη ότι το επόμενο διάστημα έρχονται ανατιμήσεις λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών στις αγορές εμπορευμάτων. Το δημοσιονομικό κόστος για τον μειωμένο ΦΠΑ μόνο για τον καφέ δεν είναι αμελητέο, ξεπερνά τα 150 εκατομμύρια ετησίως, όμως και πάλι δεν βλέπουμε μειώσεις στα καταστήματα.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Σε ό,τι αφορά την πρόταση συνολικά της βιομηχανίας για μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ στα τρόφιμα, καλό είναι να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των τιμών από τη μείωση των περιθωρίων κέρδους τους ώστε να υπάρχει αξιοπιστία στη διατύπωση αιτημάτων που έχουν δημοσιονομικό κόστος, δηλαδή μέτρων που πληρώνονται από τους φορολογουμένους.
Σύμφωνα με στοιχεία που συμπεριελήφθησαν στην έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, τα περιθώρια κέρδους στη διετία 2021-2022 ξεπέρασαν τα ιστορικώς υψηλά τους επίπεδα, καταγράφοντας αύξηση 4,0% και 9,0% αντίστοιχα. Στο βιομηχανικό τομέα (βιομηχανία και κατασκευές) ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους διαμορφώθηκε επίσης σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 17,8% το 2022, αλλά και στον τομέα των υπηρεσιών ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους (7,4%) ήταν επίσης αξιοσημείωτος.
Σύμφωνα πάλι με έρευνα της Icap κατά τη χρήση του 2022 οι 500 πιο κερδοφόρες ελληνικές εταιρίες κατέγραψαν αύξηση των κερδών EBITDA (προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) κατά 75% φτάνοντας στα 25,1 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η καθαρή κερδοφορία προσέγγισε τα 20 δισεκατομμύρια.
Ασφαλώς η εικόνα δεν είναι ίδια σε όλη την αγορά, ούτε παραγνωρίζουμε την αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες και ενέργεια, όμως οι προηγούμενες χρονιές ήταν γενικώς «καλές» για τον κόσμο των επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τα περιθώρια κέρδους αυξάνοντας ταυτόχρονα τα μερίδια αγοράς τους.
Επομένως περιθώρια για μειώσεις τιμών υπάρχουν, όμως δεν μπορεί να προτάσσεται ο δημοσιονομικός λογαριασμός από το ύψος της κερδοφορίας.